Η Αρχιτεκτονική του Εσωτερικού Χώρου στην Παραδοσιακή Μακεδονική Κατοικία

Τίτλος ερευνητικής εργασίας:

Η Αρχιτεκτονική του Εσωτερικού Χώρου στην Παραδοσιακή Μακεδονική Κατοικία και η Σχέση της με την καθημερινή ζωή και τις Λειτουργικές Ανάγκες των Ενοίκων.

Της σπουδάστριας Νίνας Κεσίδου (ΑΚΤΟ, ΒΑ (honours) Μiddlesex University)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ

Η παρούσα ερευνητική εργασία προσπάθησε να διερευνήσει την εκατέρωθεν σχέση που είχε ο εσωτερικός χώρος των κατοικιών της παραδοσιακής Μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής (διάταξη χώρων, ανοίγματα, έπιπλα, κλπ) με την καθημερινή ζωή, τις συνήθειες, τις ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενοίκων. Για την σκιαγράφηση της σχέσης αυτής, απαιτήθηκε αφενός η μελέτη της κατοικίας από άποψη χώρων (διαρρύθμιση κάτοψης, οργάνωση λειτουργιών, θέρμανση, ανοίγματα, κλπ) και αφετέρου η συλλογή πληροφοριών για τις ανθρώπινες δραστηριότητες της εποχής και κυρίως για την καθημερινή ζωή μέσα στην κατοικία.

Κτιριακά παραδείγματα που ανήκουν στην παραδοσιακή Μακεδονική αρχιτεκτονική, εντοπίζονται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία) αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Καθώς λοιπόν, το γεωγραφικό εύρος ήταν εξαιρετικά μεγάλο αποφασίστηκε ο περιορισμός της έρευνας στην γεωγραφική περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Επιπλέον, τα σημαντικότερα σωζόμενα δείγματα εντός του ελληνικού χώρου εντοπίστηκαν σε αυτήν την περιοχή και χρονολογούνται από τα τέλη του 17ου έως τα τέλη του 18ου αιώνα.

Πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες της περιόδου, ευνόησαν την οικονομική ανάπτυξη πολλών περιοχών της Μακεδονίας και την ανάδυση μιας νέας οικονομικής τάξης, των εμπόρων και βιοτεχνών. Η ανάπτυξη αυτή αναπόφευκτα εκδηλώθηκε και στην αρχιτεκτονική. Οι οικίες της εποχής αυτής, χωρίζονταν συνήθως στα «αρχοντικά» και στα «λαϊκά» σπίτια. Τα αρχοντικά ανήκαν στους μεγαλέμπορους που είχαν στενές οικονομικές σχέσεις με την Ευρώπη ενώ τα λαϊκά στις αγροτικές οικογένειες. Υπήρχε, βέβαια και ο ενδιάμεσος τύπος που ονομαζόταν «νοικοκυρόσπιτο» και αντιστοιχούσε σε ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό στρώμα, στους νοικοκυραίους, στους τοπικούς εμπόρους, στους βιοτέχνες, στους ναυτικούς, κλπ. Τα σωζόμενα κτίρια που αντιπροσωπεύουν στον τύπο της Μακεδονικής αρχιτεκτονικής είναι κυρίως τα «νοικοκυρόσπιτα» και τα «αρχοντικά», δηλαδή τα κτίσματα που σε σύγκριση με τα ισόγεια «λαϊκά» σπίτια, έχουν πιο σύνθετη κατασκευή, είναι διώροφα ή τριώροφα, έχουν λιθόχτιστους τους τοίχους των κάτω πατωμάτων, ενώ στους πάνω ορόφους δημιουργούνται χαγιάτια, προεξοχές, οι τοίχοι έχουν πολλά και μεγάλα παράθυρα, κλπ.

Αρκετά στοιχεία τόσο της εξωτερικής μορφολογίας όσο και της εσωτερικής διαρρύθμισης ήταν κοινά ανάμεσα στα «νοικοκυρόσπιτα» και τα «αρχοντικά». Η έρευνα διαπίστωσε βασικές τυπολογικές ομοιότητες, στον καθ’ ύψος λειτουργικό διαχωρισμό των χώρων: στο ισόγειο εξυπηρετούνταν πάντα οι βοηθητικές λειτουργίες (αποθήκες, αμπάρια, κλπ) ενώ στους ορόφους διατάσσονταν χώροι που εξυπηρετούσαν τις καθημερινές ανάγκες διαβίωσης (ύπνος, φιλοξενία, υποδοχή επισκεπτών, συζητήσεις, γιορτές, κλπ). Όσον αφορά την οριζόντια οργάνωση των λειτουργιών στους ορόφους και παρατηρώντας πολλές κατόψεις, διαπιστώθηκε ότι στις περισσότερες διαρρυθμίσεις υπήρχε πάντα ένας βασικός, κεντρικός χώρος γύρω από τον οποίο διατάσσονταν μια σειρά άνετων και αυτοτελών δωματίων, οι οντάδες. Ο κεντρικός αυτός πυρήνας ήταν, είτε ημιυπάιθριος, δηλαδή χαγιάτι είτε κλειστός, δηλαδή σάλα.

Μια χαρακτηριστική διαρρύθμιση κάτοψης ορόφου συναντάται κυρίως στα «αρχοντικά» σπίτια και ονομάζεται συμμετρικός τύπος. Το χαρακτηριστικό αυτού του τύπου ήταν ότι στον ανώτατο όροφο δημιουργούνταν τέσσερις ομοιόμορφοι χώροι (οι οντάδες), διαταγμένοι στις τέσσερις γωνίες του κτιρίου, ενώ κεντρικά και σε σχήμα σταυρού διαμορφωνόταν ένας ενιαίος χώρος, που ονομαζόταν σάλα ή δοξάτος.

Ο κεντρικός αυτός χώρος ήταν σημείο σημαντικό για την ζωή του σπιτιού, χώρος ουσιαστικής λειτουργικής επικοινωνίας με τα άλλα δωμάτια και χώρος συγκεντρώσεως. Οι λειτουργίες που εξυπηρετούσε ήταν πολύ σημαντικές για τη ζωή του σπιτιού. Ήταν ουσιαστικά ο χώρος συνάθροισης της οικογένειας, υποδοχής των ξένων, διοργάνωσης των εορτών ενώ λόγω της κεντρικής του θέσης στην διαρρύθμιση της κάτοψης παραλάμβανε και όλες τις κινήσεις, από και προς τα υπόλοιπα δωμάτια. Στον χώρο της σάλας δεν κατασκευάζονταν ποτέ τζάκια ή μουσάντρες (ντουλάπια).

Στο δάπεδο της σάλας δημιουργούνταν διάφορα επίπεδα με υψομετρικές διαφορές. Οι λόγοι της δημιουργίας των επιπέδων αυτών δεν ήταν μόνο λειτουργικοί αλλά και αισθητικοί, δίνοντας τη δυνατότητα διαφοροποίησης και κατάτμησης του ενιαίου χώρου σε μικρότερους χώρους. Οι ανεξάρτητες αυτές ‘διακριτές γωνίες’, που ονομάζονταν κιόσκια, σοφάδες η κρεββάτες, συνήθως οριοθετούνταν με ξύλινα κολωνάκια και κιγκλιδώματα. Ενίοτε, περιμετρικά του σοφά, κατασκευάζοντας ένα χαμηλό ξύλινο έπιπλο σε σχήμα π, το μιντέρι, που χρησίμευε για να κάθονται ή να ξαπλώνουν οι ένοικοι και οι επισκέπτες.

Ο κεντρικός χώρος (σάλα ή χαγιάτι) είχε δημόσιο και εξωστρεφή χαρακτήρα και σε αυτόν συγκεντρώνονταν το μεγαλύτερο μέρος των καθημερινών δραστηριοτήτων. Σε αντίθεση οι οντάδες, ήταν περισσότερο, προσωπικά δωμάτια, δηλαδή δωμάτια για ύπνο, αποθήκευση αντικειμένων, φύλαξη ρουχισμού και στρωσιδιών, κλπ. Από τον οντά, συχνά επικοινωνούσε μια στενή απότομη σκάλα με πορτούλα που ανέβαινε σε ένα μικρό χώρο πάνω από την μουσάντρα, το δίπατο. Το δίπατο πάντα σχεδόν είχε δρύφρακτα, δηλαδή καφασωτά που έβλεπαν στους οντάδες και στη σάλα. Από εκεί πάνω τα ανύπαντρα κορίτσια του σπιτιού καθισμένα παρακολουθούσαν την διασκέδαση των αντρών.

Σε πολλές κατοικίες, οι χώροι διακρίνονταν σε χειμερινούς και θερινούς. Συχνά, στα κατώτερα επίπεδα (μεσοπάτωμα) διατάσσονταν τα χειμερινά δωμάτια, καθώς οι χώροι ήταν μικρότεροι, χαμηλοτάβανοι, με λιγότερα ανοίγματα και παχύτερους τοίχους. Αντίθετα, στο επάνω πάτωμα, όπου οι τοίχοι ήταν λεπτότεροι, ανοιγόταν ένα πλήθος από παράθυρα και οι χώροι χρησίμευαν για την θερινή διαμονή, τις γιορτές και τις χαρές της οικογένειας.

Στον όροφο πολλές φορές οι εσωτερικοί χώροι προεξείχαν, πέρα από την περίμετρο των πέτρινων τοίχων. Οι προεξοχές αυτές ονομάζονταν σαχνισιά και υποστηρίζονται από ξύλινες αντηρίδες.

Το κλιμακοστάσιο ξεκινούσε από το ισόγειο και κατέληγε στον κεντρικό χώρο του ορόφου, στο χαγιάτι ή στη σάλα, και ποτέ μέσα στον οντά.

Τα βασικά κουφώματα της κατοικίας ήταν οι αυλόπορτες, οι θύρες, τα παράθυρα, και οι καταπακτές. Τα παράθυρα ήταν λιγότερα και μικρότερα στα κάτω επίπεδα του ισογείου (για λόγους ασφάλειας και προστασίας), ενώ στον πάνω όροφο ήταν περισσότερα και μεγαλύτερα, επιτρέποντας τον άνετο αερισμό και ηλιασμό.

Η θέρμανση του εσωτερικού χώρου γίνονταν με τζάκια. Το βαρύ κρύο της Μακεδονίας δημιούργησε την ανάγκη της υπάρξεως τζακιών αλλά όχι απαραίτητα σε κάθε δωμάτιο. Τζάκια, υπήρχαν μόνο στου οντάδες, και ποτέ στην σάλα.

Τα περισσότερα σπίτια περιβάλλονταν από αυλή, όπου εκεί κατασκευάζονταν διάφορα βοηθητικά κτίσματα. Το αποχωρητήριο βρισκόταν συνήθως έξω από το οίκημα, στην άκρη της αυλής.

Από το εσωτερικό των κατοικιών απουσίαζαν σχεδόν εντελώς τα έπιπλα. Το πιο βασικό έπιπλο, ήταν η ‘μεσάντρα’ που χρησίμευε για την φύλαξη του ρουχισμού. Μέσα έβαζαν τα στρώματα και τις βελέντζες που μεταχειρίζονταν το βράδυ. Κρεβάτια δεν υπήρχαν, παρά μόνο κλινοσκεπάσματα που τα έστρωναν σε ψάθες πάνω στο ξύλινο δάπεδο των οντάδων και την ημέρα τα μάζευαν στις μεσάντρες.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

  • Α. Το Πλαίσιο της Έρευνας
  • Α1. Το Γεωγραφικό και Χρονικό Πλαίσιο της Έρευνας
  • Α2. Το Δημογραφικό Πλαίσιο της Έρευνας
  • Α3. Το Κτιριακό Πλαίσιο Της Έρευνας
  • Β . Το Αντικείμενο και η Μεθοδολογία
  • Β1. Το Ερευνητικό Ερώτημα
  • Β2. Μεθοδολογία Έρευνας
  • Γ. Κύριο Μέρος Ερευνητικού
  • Γ.1. Εισαγωγικά
  • Γ.1.α. Η κατοικία στον ευρύτερο χώρο του οικισμού
  • Γ.1.β. Το κτίσιμο του κτιρίου
  • Γ.1.γ. Το πολίτικο-οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κτίστηκαν τα ‘αρχοντικά’ και τα νοικοκυρόσπιτα.
  • Γ.2. Η Αρχιτεκτονική του Εσωτερικού Χώρου σε Σχέση με την Καθημερινή Ζωή και τις Λειτουργικές ανάγκες των Ένοικων
  • Γ.2.α. Γενικά
  • Γ.2.β. Το ημιυπαίθριο χαγιάτι ως κεντρικός χώρος
  • Γ.2.γ. Η κλειστή σάλα ή ‘δοξάτος’ ως κεντρικός χώρος
  • Γ.2.δ. Οι οντάδες (τα δωμάτια)
  • Γ.2.ε. Ο διαχωρισμός σε χειμερινούς και θερινούς χώρους κατοίκησης
  • Γ.2.στ. Τακλιμακοστάσια
  • Γ.2.ζ. Φυσικός Φωτισμός - Ανοίγματα/ Κουφώματα
  • Γ.2.η. Η θέρμανση των χώρων με τζάκια
  • Γ.2.θ. Χώροι προετοιμασίας φαγητού– χώροι υγιεινής
  • Γ.2.ι. Επίπλωση
  • Γ.2.κ. Υλικά δόμησης και κατασκευή του εσωτερικού χώρου
  • Γ.2.λ. Η διακόσμηση (ζωγραφική και ξυλόγλυπτη διακόσμηση)
  • Δ. Συμπεράσματα

Α. Το Πλαίσιο της Έρευνας

Α1. Το Γεωγραφικό και Χρονικό Πλαίσιο της Έρευνας

Η αρχιτεκτονική των κατοικιών στον ελληνικό χώρο, δεν είναι παντού ίδια αλλά διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Διαφορετικές ανάγκες, κλιματολογικές συνθήκες, ντόπια υλικά, επιδράσεις δημιούργησαν πολλές μορφές, που κατά τον Μακρή Κ. (1979, σελ. 269) μπορούν να καταταχτούν σε δυο βασικούς τύπους: στον βορειοελλαδίτικο και στον αιγαιοπελαγίτικο ή νότιο. Η διαίρεση αυτή είναι ενδεικτική γιατί οικίες βορειοελλαδίτικου τύπου συναντούμε στην Πελοπόννησο και σε νησιά αλλά και αιγαιοπελαγίτικου τύπου στην Ήπειρο, στη Μικρά Ασία και αλλού (Μακρής Κ., 1979, σελ 269).

Ο Βακαλόπουλος στο βιβλίο του «Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833» (Βακαλόπουλος στον Ρουκάλη, 2010, σελ 10) περιγράφει τη Μακεδονία ως το νότιο και μεγαλύτερο μέρος μιας ευρύτερης γεωγραφικής και ιστορικής περιοχής. Κατά τους μέσους χρόνους ο γεωγραφικός όρος ήταν αόριστος ενώ κατά τους βυζαντινούς συγγραφείς περιελάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα της Αλβανίας, τη Βόρεια Θράκη, τη σημερινή νότια Βουλγαρία και τη σημερινή Θράκη. Τα μέρη που θεωρούνταν Μακεδονία κατά την τουρκοκρατία ανήκουν σήμερα στην Ελλάδα, την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Έτσι γίνεται φανερό ότι τα σύνορα δεν ήταν αυστηρά καθορισμένα.

Η μακεδονική αρχιτεκτονική, όπως τουλάχιστον διαμορφώθηκε στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα, με τον υπερυψωμένο πέτρινο κορμό, τα διάφορα σαχνισιά να προεξέχουν στον ανώτατο όροφο και τα χαγιάτια, αν και εντοπίζεται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (Μακεδονία, Θεσσαλία, Ήπειρος, Θράκη, νησιά βορείου Αιγαίου, κ.ά.), αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων (Αλβανία, Βουλγαρία, Τουρκία κ.ά.), εντούτοις ονομάζεται ‘Μακεδονική’ αρχιτεκτονική επειδή τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα στον ελλαδικό χώρο, σώζονται στην Μακεδονία (Μουτσόπουλος, 1967, σελ.150). Παράδειγμα, η άνθιση της Σιάτιστας άρχισε γύρω στο 1750 και συνοδεύτηκε από χτίσιμο σπιτιών, ευρύχωρων και πλουσίων, καινούργιων σε μορφή και τύπους για τον τόπο (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981, σελ. 258).

Κατά συνέπεια, η παρούσα μελέτη θα επικεντρωθεί στα κτιριακά δείγματα των οικισμών της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας, (Θεσσαλονίκη, Βέροια, Καστοριά, Κοζάνη, Σιάτιστα κ.ά.) που διασώθηκαν από το 17ο-18ο αιώνα, καθώς στην περιοχή αυτή έχουν διασωθεί και τα σημαντικότερα δείγματα.

Α2. Το Δημογραφικό Πλαίσιο της Έρευνας

Έλληνες, Βλάχοι, Σλάβοι, Αλβανοί, Εβραίοι, Γιουρούκοι, Μουσουλμάνοι καθώς και Αθίγγανοι αποτελούσαν τις κύριες εθνοπολιτισμικές ομάδες της Μακεδονίας. Αν και οι Χριστιανοί υπερτερούσαν σαφώς στον συνολικό πληθυσμό της Μακεδονίας, ουσιαστικά τρεις ήταν οι κυρίαρχες πληθυσμιακές ομάδες: Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι (Κοτζαγεώργης, www.imma. edu.gr).

Αν και οι κατοικίες των τριών πληθυσμιακών ομάδων είχαν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους (Αναστασιάδης Α.,1989 σελ.16) παρόλα αυτά, η παρούσα μελέτη θα περιοριστεί σε μια πληθυσμιακή ομάδα, αυτήν των Ελλήνων, Χριστιανών, καθώς τα σωζόμενα κτιριακά δείγματα είναι σαφώς περισσότερα.

Τα κονάκια των Τουρκαλβανών, μπέηδων και αγάδων, όπως γνωρίζουμε από περιγραφές περιηγητών και όπως βλέπουμε στα ελάχιστα σκίτσα που έχουν διασωθεί διέφεραν από τα εξεταζόμενα αρχοντικά. Ήταν χαμηλότερα με έντονη γραμμικότητα στην διάταξη των οντάδων και μεγαλύτερες εσωτερικές υψομετρικές διαφοροποιήσεις επιπέδων (Μουτσόπουλος, 1993, σελ. 57).

Α3. Το Κτιριακό Πλαίσιο Της Έρευνας

Υπάρχουν πολλοί τύποι κτιρίων, στο αρχιτεκτονικό ύφος που ο Μουτσόπουλος (1993) ονομάζει ‘Μακεδονική’ αρχιτεκτονική και ο Μακρής (1979, σελ. 269) βορειοελλαδίτικη αρχιτεκτονική. Συνήθως όμως το κτίριο είναι διώροφο ή τριώροφο με λιθόχτιστους τους τοίχους των δυο κάτω πατωμάτων και με ελαφριά κατασκευή στον πάνω. Τα κάτω πατώματα έχουν λίγα και μικρά παράθυρα και καλά ασφαλισμένη είσοδο. Στο ισόγειο, που σε επικλινή εδάφη είναι ημιυπόγειο, βρίσκονται οι αποθήκες για τα προϊόντα και τις προμήθειες της χρονιάς. Με την σχεδόν σταθερή θερμοκρασία χειμώνα- καλοκαίρι, είναι κατάλληλος χώρος για την διατήρηση του κρασιού, του λαδιού, των σιτηρών και των οσπρίων. Τα επάνω πατώματα, χρησιμεύουν για την διαμονή τις γιορτές και την καθημερινή ζωή της οικογένειας.

Κατά τον Μακρή (1979, σελ. 269), οι οικίες χωρίζονται συνήθως σε σπίτια «αρχοντικά», «λαϊκά» αλλά και στα «νοικοκυρόσπιτα». Το νοικοκυρόσπιτο δεν είναι απλώς ένας ενδιάμεσος τύπος που κλίνει ανάλογα με τις δυνατότητες του ιδιοκτήτη, αλλά αποτελεί ένα ειδικό τύπο που εξυπηρετεί ένα σημαντικό κοινωνικό στρώμα, τους νοικοκυραίους έμπορους, βιοτέχνες και ναυτικούς. Ίσως μάλιστα να προσφέρει την ακριβέστερη εικόνα της αρχιτεκτονικής κάθε τόπου και κάθε ιστορικής περιόδου. Το λαϊκό σπίτι από την άλλη, εκφράζει τις ανάγκες αγροτικών και κτηνοτροφικών πληθυσμών, διατηρεί τους τρόπους δομής και στην μορφή τις παλιές, ανεξέλικτες μεθόδους και προσφέρεται κυρίως για την ανίχνευση των πηγών της ντόπιας αρχιτεκτονικής. Το αρχοντικό ανήκει στον μεγαλέμπορο που έχει στενές οικονομικές σχέσεις με την Ευρώπη και πολλές φορές μένει εκεί για χρόνια. Έτσι ενσωματώνει στο σπίτι του στοιχεία μη ελληνικά. Πρόχειρο παράδειγμα οι ζωγραφικές διακοσμήσεις με απόψεις της Βενετίας, της Βιέννης, με σκηνές από τους Ναπολεόντειους πολέμους, καθώς και πλήθος μπαρόκ-διακοσμητικών θεμάτων (Μακρής Κ., 1979, σελ. 270-271). Ο πλούσιος έμπορος είναι ο άρχοντας που δείχνει με την κατοικία του (που ξεχωρίζει λόγω του φορτωμένου διάκοσμου) την οικονομική του άνεση και επαγγελματική επιτυχία.

Οι Σιδέρης και Τσιρώνης, στην έρευνά τους για τα παραδοσιακά σπίτια της Σιάτιστας (1981) κάνουν διάκριση μόνο μεταξύ «αρχοντικών» και «λαϊκών» σπιτιών ενώ ο Καλογήρου, στην έρευνά του για τα σπίτια της Βέροιας (1989, σελ. 27) θεωρεί ότι η διάκριση μεταξύ «φτωχοκατοικιών», «νοικοκυρόσπιτων» και «περίτεχνων αρχοντικών» δεν είναι καθόλου σαφής και ότι και οι τρείς κατηγορίες προέρχονται από κοινούς τύπους και παρουσιάζουν παρόμοια μορφολογικά χαρακτηριστικά, άλλοτε πιο φτωχικά και άλλοτε περισσότερο πολυτελή.

Κατά συνέπεια, τα κτίρια που θα μελετηθούν αφορούν εκείνα, τα οποία αφενός έχουν ένα ή περισσότερους ορόφους πάνω από το ισόγειο και αφετέρου ο χώρος συγκέντρωσης και καθημερινής διαβίωσης των ενοίκων (ύπνος, συζήτηση, εστίαση, κλπ) είναι ξεχωριστός από τους χώρους εργασίας (στάβλοι, κατώγεια, αποθήκες, αχούρι, αχερώνας, ζυμωτικό, ξύλινο αμπάρι). Δηλαδή, θα μελετηθούν, κυρίως τα νοικοκυρόσπιτα και τα αρχοντικά (μονώροφα ή διώροφα) στα οποία στον κάτω όροφο βρίσκονται οι βοηθητικοί χώροι και στον πάνω όροφο οι χώροι ξεκούρασης-ύπνου, χώροι φιλοξενίας, κλπ. Επίσης και καθώς το αντικείμενο της έρευνας επιθυμεί να εξετάσει τον εσωτερικό χώρο της κατοικίας, το ενδιαφέρον αναπόφευκτα θα εστιαστεί στους ορόφους και όχι στο ισόγειο.

Β. Το Αντικείμενο και η Μεθοδολογία

Β1. Το Ερευνητικό Ερώτημα

Η αρχική υπόθεση εργασίας ήταν κατά πόσο οι λειτουργικές ανάγκες των χρηστών εκφράζονται στην αρχιτεκτονική των κατοικιών και πιο συγκεκριμένα στην διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου. Για την διερεύνηση της σχέσης αυτής, απαιτήθηκε αφενός η μελέτη της κατοικίας από άποψη χώρων (διαρρύθμιση κάτοψης, αρχιτεκτονικά στοιχεία, κλπ) και αφετέρου η συλλογή πληροφοριών για τις ανθρώπινες δραστηριότητες της εποχής και κυρίως για την ζωή μέσα στο σπίτι. Έτσι, έγινε προσπάθεια να διερευνηθεί ο εσωτερικός χώρος σαν υλική έκφραση της νοοτροπίας και του τρόπου ζωής, όχι όμως με την στενή έννοια της λαογραφίας, ούτε με την στενή έννοια του οικοδομήματος αλλά συνδυαστικά.

Οι άνθρωποι, αφενός με τις ανάγκες και τις δυνατότητες τους καθορίζουν τη μορφή του οικοδομήματος αλλά και αυτό με τη σειρά του επηρεάζει τη ζωή που πλαισιώνει δημιουργώντας ψυχολογικό κλίμα (Μακρής, 1979, σελ. 269). Κατά τον Μάκρη, το σπίτι είναι ο ευλογημένος κρίκος που συνεχίζει επί αιώνες την εθνική μας ζωή, στο σπίτι πρωτομαθαίνει το νήπιο τη γλώσσα, εκεί ακούγεται το παραμύθι, το μοιρολόγι, εκεί γίνεται το οικογενειακό γλέντι, η κόρη μαθαίνει από την μάνα την ύφανση του μαλλιού, τη μορφή και τα διακοσμητικά θέματα του υφαντού.

Κατά συνέπεια, η παρούσα έρευνα θα διερευνήσει την εκατέρωθεν σχέση που πιθανόν να έχει ο εσωτερικός χώρος των κατοικιών της Μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής (διάταξη χώρων, ανοίγματα, έπιπλα, κλπ) με την καθημερινή ζωή, τις συνήθειες, τις ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενοίκων.

Β2. Μεθοδολογίας Έρευνας

Όπως αναφέρθηκε, η έρευνα επιθυμεί να συνδυάζει πληροφορίες αφενός για την Μακεδονική αρχιτεκτονική (τυπολογίες κατόψεων, υλικά, κλπ) και αφετέρου για την καθημερινή ζωή των ενοίκων, τις συνήθειες και τις ανάγκες τους. Κατά βάση, έγινε βιβλιογραφική έρευνα, συγκεντρώνοντας υλικό από πηγές που αφορούσαν την Μακεδονίτικη αρχιτεκτονική και από πηγές που αφορούσαν την ιστορία και τη λαογραφία των κατοίκων της Μακεδονίας κατά την Οθωμανική περίοδο.

Η έρευνα που έγινε ήταν βιβλιογραφική και αφορούσε αφενός συλλογή υλικού γύρω από την αρχιτεκτονική και αφετέρου συλλογή υλικού γύρω από την λαογραφία.

Γ. Κύριο Μέρος Ερευνητικού

Γ.1. Εισαγωγικά

Γ.1.α. Η κατοικία στον ευρύτερο χώρο του οικισμού

Ο τρόπος οργάνωσης των παραδοσιακών οικισμών της λαϊκής αρχιτεκτονικής ακολουθεί ορισμένους βασικούς κανόνες. Συνήθως, η διάταξη των κτιρίων, των δρόμων και των μονοπατιών ακολουθεί τις φυσικές κλίσεις του εδάφους.

Για την χωροθέτηση του οικισμού επιλέγονται συνήθως περιοχές με νότιο προσανατολισμό έτσι ώστε ο οικισμός να δέχεται την ηλιακή ακτινοβολία στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Στις πιο θερμές περιοχές η δόμηση είναι πυκνή έτσι ώστε η δίοδος του αέρα μέσα από τα στενά δρομάκια να δημιουργεί συνθήκες δροσισμού. Επιπλέον, οι διάφορες κατασκευές (ημιυπαίθριοι, στεγασμένα περάσματα, κ.λπ.) διαπλέκονται με τέτοιο τρόπο στο χώρο, ώστε να δημιουργούν επιμέρους χώρους μέσα στη δομή του οικισμού, με ευνοϊκές συνθήκες μικροκλίματος για τους κατοίκους.

Η διάταξη των κτισμάτων είναι τέτοια που επιτρέπει την ανεμπόδιστη είσοδο του αέρα και του φυσικού φωτός σε κάθε κτίριο. Ειδικά στις περιοχές όπου οι κλίσεις του εδάφους είναι ιδιαίτερα έντονες, τα κτίσματα διατάσσονται στο χώρο, με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται, η σχεδόν, ανεμπόδιστη θέα σε κάθε ένα από αυτά. Το σύνολο του οικισμού χτίζεται με γνώμονα την όσο το δυνατό πιο ισορροπημένη κατανομή στο χώρο των πηγών νερού, ενώ οι δημόσιες λειτουργίες (πλατεία, καφενείο, αγορά, σχολείο, εκκλησία, κ.λπ.) βρίσκονται συγκεντρωμένες σε ένα ή περισσότερα κέντρα.

Η κοινωνική και λειτουργική οργάνωση του αστικού χώρου στα χρόνια της τουρκοκρατίας παίρνει συγκεκριμένη μορφή και χωρίζετε σε διακεκριμένα τμήματα: στο τμήμα των Χριστιανών, των Μουσουλμάνων και των Εβραίων. Χαρακτηριστική είναι η διαίρεση της πόλης της Βέροιας σε μαχαλάδες με σαφή όρια, σε γειτονιές που προσδίδουν ένα χαρακτήρα, φυλετικού και πολιτισμικού, μωσαϊκού (Καλογήρου, 1989, σελ. 14).

Γ.1.β. Το κτίσιμο του κτιρίου

Το κτίσιμο ενός σπιτιού ήταν σπουδαία υπόθεση και όταν έφταναν στην ολοκλήρωση (στο τμήμα της σκεπής) το γιόρταζαν. Έστηναν ένα σταυρό με λουλούδια και ένα σχοινί που θα κρεμούσαν τα δώρα. Πρώτος πήγαινε ο σπιτονοικοκύρης και ακολουθούσαν οι στενοί συγγενείς οι φίλοι κι οι γειτόνοι ανταλλάσσοντας ευχές. Τα δώρα ήταν συνήθως πετσέτες μαντήλια ή ύφασμα. Το φιλοδώρημα στους μαστόρους παραλάμβανε ο πρωτομάστορας λέγοντας “Καλώς το φιλοδώρημα από τον …” και ανέφερε το όνομα του δωρητή, αραδιάζοντας και ένα σωρό ευχές, μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο που έκαναν τα μαστόρια κτυπώντας τα σφυριά. Μετά τα κρεμούσαν στο σχοινί που είχαν απλωμένο. Μ΄ αυτό τον τρόπο διαλαλούσαν στο χωριό πως το σπίτι κατάφεραν να το φτάσουν ως τη σκεπή που τους έδινε ασφάλεια. (Καλαμπαλίκης Α, www.palaiochori.com).

Γ.1.γ. Το πολίτικο-οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κτίστηκαν τα αρχοντικά’ και τα νοικοκυρόσπιτα.

Το 17ο-18ο αιώνα, ευνοϊκές επιπτώσεις στη ζωή των υποδούλων χριστιανών υπηκόων καθώς και στο εμπόριο και τις συναλλαγές, προκάλεσαν μια σειρά συνθηκών που υπέγραψε η Οθωμανική αυτοκρατορία με ευρωπαϊκές δυνάμεις. Την εποχή όμως εκείνη, οι περισσότεροι λαοί της περιοχής αλλά και οι Αυστριακοί και οι Ρώσοι και -ακόμα περισσότερο- οι Οθωμανοί δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες του εμπορίου στους δρόμους που ένωναν τις αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Κεντρική Ευρώπη και τις Παρευξείνιες χώρες. Τελικά, στην πρόκληση ανταποκρίθηκαν θετικά πρώτοι οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι Μακεδόνες, οι οποίοι ήταν σε θέση να επικοινωνούν ευκολότερα με τη Βόρεια Βαλκανική και στη συνέχεια και με την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη (Χασιώτης, www.imma.edu.gr).

Το γεγονός αυτό είχε σημαντικές οικονομικές συνέπειες: Kαταρχήν οι κάτοικοι του βορειοελλαδικού χώρου, παρακινημένοι από την αύξηση της ζήτησης αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, άρχισαν να αυξάνουν ή να αναπροσαρμόζουν τις παραγωγικές τους επιδόσεις. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ανανεώθηκαν και αρκετές από τις παραδοσιακές βιοτεχνικές τους ασχολίες (κυρίως στην ύφανση και στη βαφή μάλλινων ειδών καθώς και στη βυρσοδεψία), οι οποίες κατά τους προηγούμενους αιώνες ήταν καθηλωμένες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Στη συνέχεια, το ελληνορθόδοξο κυρίως στοιχείο της Μακεδονίας -και έως έναν βαθμό, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας- άρχισε να αναπτύσσει εντυπωσιακές πρωτοβουλίες, που διεύρυναν τους ορίζοντες των οικονομικών του δραστηριοτήτων: αρχικά ανέλαβε την μεταφορά προς τις βορειότερες βαλκανικές περιοχές των εξαγώγιμων αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων της Μακεδονίας, ενώ στη συνέχεια προχώρησε σε καθαρά μεταπρατικές και εμπορικές πράξεις (Χασιώτης, www.imma.edu.gr).

Από την Καστοριά και τη Σιάτιστα, εξάγονταν για παράδειγμα γούνες. Η Καστοριά αποτέλεσε ένα από τα πιο σπουδαία κέντρα παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης γούνας παγκοσμίως δημιουργώντας αντιπροσωπίες όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στη Ρωσία. Η γούνα ήταν αρεστή στους Τούρκους, την οποία χρησιμοποιούσαν και οι στρατιωτικοί στις στολές τους, και για αυτό η εμπορία τους ευνοήθηκε πολύ από την πλευρά της διοίκησης και οδήγησε σε διευκολύνσεις και προνόμια στις περιοχές αυτές. Παράλληλα και άλλες περιοχές ευημερούσαν, παρά τις αντιξοότητες: Τα νερά στην Έδεσσα και τη Νάουσα ευνοούσαν τους υδρόμυλους και τα υφαντουργεία ενώ οι Σέρρες αξιοποίησαν τον κάμπο για την παράγωγη του «λευκού χρυσού», του βαμβακιού. Στις Σέρρες υπήρχε εργοστάσιο το οποίο έφτιαχνε χοντρά υφάσματα για τους οντάδες των μπέηδων (Χασιώτης, www.imma.edu.gr). Η Βέροια έγινε γνωστή για τα προϊόντα της κλωστοϋφαντουργίας. Η περιοχή παρήγαγε 77 προϊόντα (πχ. προσόψια, μεταξωτά σεντόνια, λευκά υφάσματα) και είχε 300 υδρόμυλους (Καλόγηρου, 1989, σελ. 12).

Η ανάδυση του Μακεδονικού εμπορίου και η αναπόφευκτη οικονομική ανάπτυξη δεν μπορούσε παρά να έχει αντίκτυπο στον τρόπο ζωής τους και κατά συνέπεια στην αρχιτεκτονική των κατοικιών αλλά και σε άλλα δημόσια κτίρια όπως στους θρησκευτικούς ναούς. Ο Πουκεβίλ Φ., γάλλος περιηγητής (1805-1815 στον Ρουκάλη, 2010, σελ. 84), περιγράφει τους γουναράδες της Καστοριάς ως πλούσιους μεγαλεμπόρους με εμπορικούς οίκους στη Βιέννη, τη Λειψία, τη Δρέσδη και τη Μόσχα, σχολιάζοντας ότι ορισμένοι από αυτούς μιλούσαν Γερμανικά, ιταλικά, σλαβικά, κλπ. Ο περιηγητής Ελβιγιά (στον Καλόγηρου, 1989, σελ. 12) αναφέρει στη Βέροια ‘περίφημα σπίτια’, ωραία αρχοντικά’, χτισμένα με πέτρα, εύπορα και κοσμημένα, δίπατα, κλπ.

Γ.2. Η Αρχιτεκτονική του Εσωτερικού Χώρου σε Σχέση με την Καθημερινή Ζωή και τις Λειτουργικές Ανάγκες των Ενοίκων

Γ.2.α. Γενικά

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η Μακεδονική αρχιτεκτονική, παρουσιάζει σημαντικές διαφορές στην τυπολογία της κάτοψης. Διάφοροι ερευνητές (π.χ. Μουτσόπουλος, 1993, σελ. 41, 51) επιχειρούν την κατηγοριοποίηση των διαφόρων τύπων ανάλογα με την περιοχή (Καστοριανός τύπος, Σιατιστινός τύπος, κλπ), άλλοι ερευνητές (π.χ. Στεφάνου, 1990, σελ 27) ανάλογα με το σχήμα της κάτοψης (πλατυμέτωπος, σε σχήμα Π, σε σχήμα Γ, κλπ) ενώ άλλοι ερευνητές ανάλογα με τη θέση των δωματίων στο χώρο (σάλα στο εσωτερικό, σάλα στο εξωτερικό, κλπ).

Παρά τις διαφορές, αρκετά στοιχεία τόσο της εξωτερικής μορφολογίας όσο και της εσωτερικής διαρρύθμισης είναι κοινά ανάμεσα στα ‘νοικοκυρόσπιτα’ και τα ‘αρχοντικά’ των διαφόρων περιοχών της Μακεδονίας. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση αποκαλύπτει βασικές τυπολογικές ομοιότητες, για παράδειγμα στον καθ’ ύψος διαχωρισμό των χώρων ανάλογα με τη λειτουργία τους: Στο ισόγειο εξυπηρετούνται πάντα οι βοηθητικές λειτουργίες, δηλαδή οι αποθήκες και τα αμπάρια ενώ στους ορόφους διατάσσονται χώροι που εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες διαβίωσης (σάλα, δοξάτο, ηλιακός, κλπ). Άλλο κοινό χαρακτηριστικό των μακεδονικών αρχοντικών αποτελεί η φρουριακή διάταξη του βασικού κορμού της οικοδομής, όπου στους χώρους του ισογείου και του ημιώροφου (το μεσοπάτωμα) οι τοίχοι είναι παχύς και πέτρινοι και τα ανοίγματα λιγοστά και μικρά. Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την ασφάλεια της θύρας εισόδου, που κάποτε φτάνει (στη Σιάτιστα και τα Αμπελάκια) στη δημιουργία ενός Γ σε κάτοψη, όπου η κεραία του Γ προεξέχει σαν πύργος για να προφυλάγει με πολεμίστρες την είσοδο που βρίσκεται στο εσωτερικό σκέλος του Γ.

Η παρούσα έρευνα, θα προσπαθήσει να αναδείξει τις κοινές αρχές που διέπουν τη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου της παραδοσιακής Μακεδονικής κατοικίας και σχετίζονται με τις ανάγκες και τις συνήθειες των ενοίκων. Παράλληλα, θα προσπαθήσει, να αναδείξει πιθανές διαφοροποιήσεις πάντα σχετιζόμενες με την ζωή των ενοίκων.

Μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική διαρρύθμιση της κάτοψης του ορόφου αποτελεί ο συμμετρικός τύπος (Μουτσόπουλος, 1988, σελ 158). Ο συμμετρικός τύπος κατοικίας επικρατεί σε πόλεις τις ευρύτερης Μακεδονίας αλλά και στον μικρασιατικό χώρο. Το χαρακτηριστικό αυτού του τύπου είναι ότι στον ανώτατο όροφο (όπου είναι και ο χώρος της κύριας κατοικίας) διατάσσονται στις τέσσερις γωνίες οι οντάδες (τα δωμάτια) και σε σχήμα σταυρού διαμορφώνουν ένα κεντρικό χώρο (σάλα).

Παρατηρώντας τις κατόψεις ορόφων, διαφόρων νοικοκυρόσπιτων και αρχοντόσπιτων, διαπιστώνεται ότι στις περισσότερες διαρρυθμίσεις υπάρχει ένας βασικός, κεντρικός χώρος από τον οποίος ξεκινούν όλα τα υπόλοιπα δωμάτια. Η ονομασία αυτού του χώρου αναφέρεται με πολλά ονόματα, όπως ‘σάλα’, ‘δοξάτος’, ‘κρεββάτα’, ‘μεσια’, ‘σοφάς’,’ ηλιακός’ και ΄ξάνωγο’ (Μουτσόπουλος, 1988, σελ 161). Με μια αντιστοίχηση στη σημερινή ορολογία θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε ‘κεντρικό χώλ’, ‘σαλόνι, ‘καθιστικό’, κλπ.

Ο αδιαμόρφωτος αυτός κεντρικός χώρος, που θα τον ονομάσουμε σάλα ή δοξάτο, ήταν σημείο σημαντικό για την ζωή του σπιτιού, χώρος ουσιαστικής λειτουργικής επικοινωνίας με τα άλλα δωμάτια (τους οντάδες) και χώρος συγκεντρώσεως. Σε αυτόν τον χώρο κατέληγε πάντα το κλιμακοστάσιο. Στον συμμετρικό τύπο αυτό κάτοψης, γύρω από το κεντρικό σημείο του ορόφου, διαρθρώνονται τέσσερις ισοδύναμοι χώροι (οι οντάδες). Στην περίπτωση όπου ο κεντρικός χώρος αποτελούσε το σημείο διασταυρώσεως δυο κάθετων αξόνων, τότε δημιουργούνται εκτός από τα τέσσερα δωμάτια (οι οντάδες), και τέσσερις χώροι που μεσολαβούσαν μεταξύ των δωματίων (οι σοφάδες). Στον έναν απ ’αυτούς υπάρχει πάντοτε το κλιμακοστάσιο, ενώ σε έναν άλλον, προστέθηκε αργότερα χώρος υγιεινής.

Συνοπτικά λοιπόν, από τον κεντρικό χώρο, που όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω μπορούσε να είναι είτε ημιυπαίθριος (χαγιάτι) είτε κλειστός (σάλα), έχουν προσπέλαση οι ένοικοι στους υπόλοιπους χώρους διαμονής και ύπνου στους λεγόμενους «οντάδες». Στον οντά η οικογένεια περνούσε τον περισσότερο χρόνο της, μιας και εκεί συγκεντρωνόταν όλες οι λειτουργίες του σπιτιού: μαγείρεμα, φαγητό, ύπνος, διασκέδαση. Οι απλόχωροι οντάδες χρησίμευαν για υπνοδωμάτια, τραπεζαρία, χώροι υποδοχής (Χρυσόπουλος, 1981, σελ. 290).

Γ.2.β. Το ημίυπαίθριο χαγιάτι ως κεντρικός χώρος

Κατά τον Μουτσόπουλο (1993, σελ. 30) ο αρχαιότερος τύπος που επικρατούσε στις ημιορεινές περιοχές τις Μακεδονίας και τις Θράκης ήταν ο πλατυμέτωπος με χαγιάτι. Το χαγιάτι, με όποιες ονομασίες (δοξάτος, ηλιακός, τσαρδάκι), αποτελούσε ένα ουσιαστικό τυπολογικό και μορφολογικό δεδομένο της παραδοσιακής κατοικίας των ελλαδικών περιοχών αλλά και των βαλκανικών και των μικρασιατικών. Υπήρχε σαν ένα ιδιαίτερα λειτουργικό στοιχείο και στην βυζαντινή κατοικία αλλά και στην κατοικία των βόρειο-αφρικανικών παραλιών.

Ο τύπος αυτός κτιρίου είναι ακριβώς που οδήγησε, κατά τις διάφορες μεταμορφώσεις του βασικού κυττάρου, σε μια μεγάλη ποικιλία τύπων που τους συναντούμε και σε πολύ ευρύτερες περιοχές όπως στη Αλβανία, στη Βουλγαρία και στην Τουρκία. Πρόκειται για ένα χώρο προφυλαγμένο από τον ήλιο και τους ανέμους. Εδώ περνούσαν εργαζόμενοι τον περισσότερο χρόνο τους, οι χωρικοί συνέχιζαν την επεξεργασία των αγροτικών τους προϊόντων, ύφαιναν, ετοίμαζαν το φαγητό τους σε ημιυπαίθρια τζάκια κλπ. Εδώ αναπαύονταν οι άντρες μετά την κοπιαστική δουλειά στη γη.

Αν αντιστοιχούσαμε τον αρχιτεκτονικό όρο ‘χαγιάτι’ με τη σημερινή αρχιτεκτονική ορολογία, πιθανών να το ονομάζαμε ‘ημιυπαίθριο χώρο’. Όπως και σήμερα έτσι και τότε, οι ημιυπαίθριοι αυτοί χώροι εξυπηρετούσαν την παραμονή και εργασία, ακόμα και κάτω από δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες. Το χειμώνα ο χώρος αυτός ήταν προφυλαγμένος από το κρύο, τον άνεμο και τη βροχή. Το καλοκαίρι, όπου είχε αφόρητη ζέστη προσέφερε ένα σκιερό μέρος για εργασία και ανάπαυση. Το υπόστυλο χαγιάτι στο βυζάντιο ονομαζόταν ‘δοξάτος’ και στους σλαβικούς λαούς cardak.

Οι λειτουργίες στα χαγιάτια της χωρικής κατοικίας διέφεραν απ’ αυτές των αρχοντικών. Στις χωρικές κατοικίες το χαγιάτι χρησιμοποιούνταν κυρίως για εργασία ενώ στις αρχοντικές και για κοινωνικές συναναστροφές, φαγητό, ανάπαυση κλπ. Κατά τον Μουτσόπουλο (1993) η παρουσία του χαγιατιού στον όροφο της πλατυμέτωπης αγροτικής κατοικίας μπορεί να οφείλεται σε ειδικής μορφής αγροτικές εργασίες π.χ. στην ειδική επεξεργασία που απαιτείται μετά την συγκέντρωση των φύλλων του καπνού. Και πραγματικά ο χώρος του χαγιατιού προσφέρεται και εξυπηρετεί μια παρόμοια ενασχόληση των κατοίκων. Αλλά δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες ώστε να συσχετιστεί η επικράτηση του χαγιατιού με τις καπνοπαραγωγικές περιοχές γιατί αφενός το χαγιάτι υπήρχε από πριν αλλά και σε αγροτικές περιοχές που δεν καλλιεργήθηκε ποτέ ο καπνός.

Μια εικόνα της καθημερινής λειτουργίας του χαγιατιού μας έχει διασώσει η έγχρωμη χαλκογραφία του Edward Dodwell που απεικονίζει ένα δείπνο στο χαγιάτι της κατοικίας του επισκόπου της Άμφισσας στο Χρισό. Ο επίσκοπος καθισμένος σταυροπόδι, σύμφωνα με την οθωμανική συνήθεια, πάνω σε χαμηλά στρωσίδια δέχεται την έκφραση σεβασμού με ένα «εδαφιαίον» προσκύνημα ενός ραγιά χριστιανού. Με τον ίδιο τρόπο κάθονται στο κέντρο του χαγιατιού, γύρω από ένα χαμηλό σοφρά, τρεις δημογέροντες ή κάποιοι τσορμπατζήδες ή μουχτάρηδες, χριστιανοί της περιοχής δικαιοδοσίας του επίσκοπου, ενώ ένας τέταρτος που μόλις ανέβηκε στο χαγιάτι «νίπτει τας χείρας του» σε λεκανίδιο με νερό που χύνει από χάλκινη «γκιούμι» ένας υπηρέτης φουστανελάς. Μια γυναίκα υπηρετεί τους επισκέπτες στο τραπέζι. Πρόκειται για χαρακτηριστική σκηνή των αρχών του 19ου αιώνα που απεικονίζει πολύ παραστατικά και την ενδυματολογία, αλλά και τα έθιμα που επικρατούσαν και στους χριστιανούς ραγιάδες την εποχή αυτή, και που ελάχιστα διέφεραν από τα τουρκικά αντίστοιχα. Ακόμη και το μικρό παιδί με τα σαλβάρια, το γιλέκι και το τουρμπάνι σε τίποτα δεν θα διέφερε από το γιο ενός γειτονικού Οθωμανού αγά (Μουτσόπουλος, 1993 σελ. 378).

Αν και το χαγιάτι (ημι-υπαίθριος), δεν ανήκει ξεκάθαρα στο εσωτερικό ενός κτιρίου εντούτοις εξετάζεται στα πλαίσια της παρούσας ερευνητικής για δύο λόγους:

  • Διότι καταλαμβάνει έναν κεντρικό χώρο στην κάτοψη, ο οποίος έχει μεγάλη λειτουργική σημασία, καθώς από αυτόν ξεκινούν όλα τα υπόλοιπα δωμάτια. Έχει δηλαδή την ίδια λειτουργία με την κλειστή, κεντρική σάλα, μόνο που είναι ανοιχτός στην μία του πλευρά.
  • Εξυπηρετεί λειτουργίες (ιδίως στα νοικοκυρόσπιτα και αρχοντόσπιτα), οι οποίες είναι όμοιες με τις λειτουργίες που συνήθως γίνονται σε εσωτερικό χώρο (ανάπαυση, υποδοχή καλεσμένων, συζήτηση, φαγητό, κλπ).

Γ.2.γ. Η Κλειστή Σάλα ή ‘Δοξάτος’ ως Κεντρικός Χώρος

Όπως αναφέρθηκε, ένα κοινό χαρακτηριστικό στον εσωτερικό χώρο της Μακεδονικής αρχιτεκτονικής είναι η ύπαρξη ενός κεντρικού χώρου από τον οποίο διανέμονται όλες οι λειτουργίες. Όταν ο κεντρικός χώρος είναι κλειστός ονομάζεται σάλα, αξάτος, δοξάτος, κρεββάτα, κρεβάτι και μεσιά ενώ λαμβάνει διάφορα σχήματα ενώ αν είναι ανοιχτός από την μια μεριά ονομάζεται χαγιάτι. Άλλοτε είναι ορθογώνιος με τη μεγαλύτερη διάσταση κατά τον κάθετο άξονα της οικοδομής και φωτίζεται αμφίπλευρα και άλλοτε τη μεγάλη διάσταση του ορθογωνίου την εμφανίζει παράλληλη προς τον οριζόντιο άξονα της οικοδομής. Άλλοτε πάλι σχηματίζει σταυρό του οποίου οι κεραίες διαμορφώνονται σε σοφάδες, χαμηλά ξύλινα ντιβάνια σε σχήμα Π, όπου ξαπλωμένοι σε χαλιά, κιλίμια και μαξιλάρια, οι επισκέπτες ή οι ένοικοι μπορούσαν να απολαύσουν τη θεά από τα χαμηλά παράθυρα που κάποτε προεξείχαν από την οικοδομική γραμμή, δημιουργώντας «σαχνισιά» (Μουτσόπουλος, 1993, σελ. 51).

Οι λειτουργίες που εξυπηρετούσε η κλειστή σάλα ήταν πολύ σημαντικές για τη ζωή του σπιτιού. Ήταν ουσιαστικά ο χώρος συγκεντρώσεως της οικογένειας αλλά και υποδοχής των ξένων, ενώ λόγω της κεντρικής του θέσης στην διαρρύθμιση της κάτοψης παραλάμβανε και όλες τις κινήσεις διανομής από και προς τα δωμάτια. Κατά συνέπεια, ο χώρος αυτός είχε ‘δημόσιο’ χαρακτήρα σε σύγκριση με τα περισσότερο απομονωμένα και ‘ιδιωτικά’ δωμάτια (οντάδες). Στον χώρο της σάλας δεν συναντάμε ποτέ τζάκια ή μουσάντρες (ντουλάπια).

Η διαμόρφωση αυτού του χώρου παραμονής και διασκεδάσεως εμφανίζει πολλές παραλλαγές και η μελέτη τους μας αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της γνώσεως και της ευαισθησίας των μαστόρων της εποχής στην δημιουργία μιας ποικιλίας συναισθημάτων σε όσους παρέμεναν στους χώρους αυτούς. Τα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι μάστορες ήταν απλά αλλά αποτελεσματικά, για παράδειγμα επέτρεπαν στο φυσικό φώς να εισέλθει πλούσιο από μια σειρά ανοιγμάτων. Ένα στοιχείο που επίσης χρησιμοποιούσαν ήταν η δημιουργία κατάλληλων υψομετρικών διαφορών στον ίδιο χώρο. Οι λόγοι της δημιουργίας υψομετρικών διαφορών και δημιουργίας ‘διακριτών’ γωνιών δεν ήταν μόνο λειτουργικοί αλλά και αισθητικοί, δίνοντας τη δυνατότητα διαφοροποίησης και κατάτμησης του ενιαίου χώρου (σάλα) σε μικρότερους χώρους(σοφάδες). Η υπερύψωση των γωνιών αυτών είχε περίπου 0,15μ. έως 0,20μ ύψος και συνήθως οριοθετούνταν περαιτέρω με ξύλινα κολωνάκια, με καμπύλα επιστύλια, με ξύλινα κιγκλιδώματα. Έτσι οι ‘ανεξάρτητες’ αυτές γωνιές ονομάζονται και κιόσκια ή κρεββάτες (Μουτσόπουλος, 1993, σελ. 42)

Παρόμοια υπερύψωση συναντάμε, όπως θα δούμε, και στους οντάδες οι σωστότερα σε ένα τμήμα του οντά. Γενικά οι υπερυψώσεις των δαπέδων είναι δυο ειδών. Στους σοφάδες της κρεββάτας κατά δυο σκαλιά, ένα στην εξωτερική πλευρά (που δημιουργούσε έναν χώρο προετοιμασίας πριν εισέρθει ο επισκέπτης) και ένα δεύτερο σκαλί μετά τον θεωρητικό προθάλαμο, όπου υπήρχε πάντα το τρίβηλο με τα ξύλινα κολωνάκια. Οι σοφάδες μπορούσαν να έχουν γύρω μιντέρια ή όχι. Διαμορφώνονταν όπως ακριβώς και οι κλειστοί οντάδες, με τη διαφορά ότι είχαν τη μια πλευρά ανοιχτή και η προσπέλαση γινόταν αξονικά και όχι κατά τη διαγώνιο ή από τη μια γωνία (συνήθεια προσφιλής για τους οντάδες στην μακεδονίτικη αρχιτεκτονική της εποχής).

Οι Σιδέρης και Τσιρώνης (1981) στη μελέτη τους για τα σπίτια της Σιάτιστας και πιο συγκεκριμένα στο αρχοντικού του Κανατσούλη, αναφέρονται και περιγράφουν το χώρο της σάλας, ονομάζοντας τον ντηλιακό (χώρος υποδοχής) και μεσιά. Στο αρχοντικό του Κανατσούλη, στο βάθος του ντηλιακού υπήρχε σοφάς που λεγόταν μιντέρι, μιντένι και μιντερλίκι με πλάτος 50 έως 90 εκατοστά και ύψος 50 εκατοστά. Πάνω από τον σοφά υπήρχαν χαμηλά παράθυρα. Το σχετικά χαμηλό ύψος, το μισόφωτο που επικρατούσε, η ζεστή θαλπωρή του ξύλου και η θεά που παρείχε στον επισκέπτη, καθιστούν τον ντηλιακό ως έναν από τους πιο ευχάριστους χώρους του αρχοντικού (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981 σελ.265-266).

Στα μιντέρια ή μεντερλίκια έστρωναν αχυρένια στρώματα και πάνω τους πολύχρωμα στρωσίδια, βελέντζες και ρούχινα προσκεφάλια. Εδώ γινόταν οι χαρές και οι καλεσμένοι από τον κιοσκ-οντά παρακολουθούσαν την κουβέντα, ενώ τα ανύπαντρα κορίτσια κρυμμένα πίσω από τα ξύλινα καφάσια στο πατάρι του παρθενώνα (γυναικείου), έβλεπαν και κουτσομπόλευαν τους χορευτές (Μουτσόπουλος, 1993, σελ. 57). Ομοίως, ο Χρυσόπουλος (1981), στην μελέτη του για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Βέροιας, αναφέρει ότι από τον οντά επικοινωνούσε μια στενή απότομη σκάλα με πορτούλα που ανέβαινε στο δίπατο, τοποθετημένο επάνω στη μουσάντρα σε ύψος δυο μέτρων. Το δίπατο πάντα σχεδόν είχε δρύφρακτα, δηλαδή καφασωτά που έβλεπαν στους οντάδες ή πολλές φορές και στα λιακωτά. Το στοιχείο αυτό του δίπατου είχε τη θέση του στα ελληνικά λαϊκά σπίτια καθιερωμένο από τα ήθη, τα έθιμα και συνθήκες τις εποχής. Στις ελληνικές οικογένειες, από πολύ παλιά, δεν θεωρούσαν φρόνιμο οι ανύπαντρες κοπέλες να συμμετέχουν στις διασκεδάσεις του σπιτιού. Πολλοί περισσότερο τον καιρό της τουρκοκρατίας που οι νοικοκυραίοι για να διατηρούν τα προνόμια τους και να τα έχουν καλά με τους αγάδες, τους προσκαλούσαν στο σπίτι τους για να τους φιλέψουν. Τότε τα κορίτσια του σπιτιού από δέκα χρονών και πάνω κρύβονταν στο δίπατο και από εκεί καθισμένα παρακολουθούσαν την διασκέδαση των αντρών. Ο εγγονός του Αϊβάζη στην Καστοριά σε τηλεοπτική εκπομπή (Νετ, Μάιος 2011) δήλωσε ότι από τον ιδιόμορφο αυτό γυναικωνίτη, οι ανύπαντρες γυναίκες παρακολουθούσαν τον υποψήφιο γαμπρό. Αν τους άρεσε τότε ειδοποιούσαν τις μεγαλύτερες γυναίκες ή την υπηρέτρια και τον κερνούσαν γλυκό καφέ. Αν όχι τότε ο καφές ήταν πικρός. Έτσι καταλάβαινε ο ενδιαφερόμενος γαμπρός τις προθέσεις της γυναίκας και χωρίς να γίνει περαιτέρω συζήτηση αποχωρούσε ή προχωρούσε το ενδιαφέρον του. Από προσωπική μου επίσκεψη σε αποκατεστημένο παραδοσιακό σπίτι, όπου ήταν επισκέψιμο, στην περιοχή της Αλβανίας, τοπικός ξεναγός ισχυρίστηκε ότι το δίπατο αυτό φιλοξενούσε όχι μόνο τις ανύπαντρες γυναίκες αλλά και τις παντρεμένες. Οι γυναίκες, ‘στοιβάζονταν’ στον μικρό και χαμηλού ύψους χώρο, σχεδόν διπλώνονταν, και παρακολουθούσαν τις συζητήσεις των αντρών στο σοφά. Πιθανόν, τα ήθη της εποχής να διέφεραν από περιοχή σε περιοχή ή να ήταν πολύ πιο αυστηρά από ότι γνωρίζουμε σήμερα και από ότι έχει καταγραφεί.

Στον όροφο, όπου είναι και ο βασικός χώρος κατοικίας, πολλές φορές δημιουργούνται και προεξοχές. Προεξοχές μπορούν συγκεκριμένα να σχηματιστούν στο βόρειο μέρος της σάλας ή στους δυο οντάδες της πρόσοψης. Οι προεξοχές αυτές λέγονται σαχνισιά και υποστηρίζονται από ξύλινες αντηρίδες για περισσότερη στερεότητα.

Το στοιχείο της αρχιτεκτονικής προεξοχής, ως χώρος κλειστός που προβάλλεται πέρα από την οικοδομική γραμμή, δημιουργήθηκε για να ικανοποιηθούν συγκεκριμένες ανάγκες, είτε πολεοδομικές είτε λειτουργικές. Για παράδειγμα, η δημιουργία προεξοχής στον όροφο μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη φωτός και ήλιου, στοιχείων απαραίτητων για την αύξηση της ποιότητας διαβίωσης στον εσωτερικό χώρο. Άλλωστε στο φως και τον ήλιο, οφείλονται και οι ονομασίες των συγκεκριμένων μορφολογικών λύσεων των διαφόρων προεξοχών (ηλιακά, solaria). Ενδεχόμενα, οι μορφές των αρχιτεκτονικών προεξοχών να έχουν σχέση με το μικρό, το ελάχιστο κάποτε, εμβαδόν των οικοπέδων στις κάστρο-γυρισμένες πολιτείες. Με τις αρχιτεκτονικές αυτές προεξοχές δημιουργούνται ακριβώς οι πολύτιμες προεκτάσεις των εσωτερικών χώρων, αυξάνεται ο χώρος, και μάλιστα ο πολύτιμος χώρος του ορόφου ή των ορόφων που χρησίμευε κύρια για την κατοικία.

Μια άλλη εξήγηση της δημιουργίας των προεξοχών, θα μπορούσε να αναζητηθεί σε κοινωνικούς λόγους και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κοινωνίας και της οικογένειας. Οι προεξοχές με τα περιμετρικά παράθυρα, ήταν οι οφθαλμοί των ενοίκων προς τον έξω κόσμο. Μισοκρυμμένες στα «δρύφακτα» οι νοικοκυρές, και γενικά οι γυναίκες του σπιτιού, μπορούσαν να παρακολουθήσουν αυτά που συνέβαιναν στο δρόμο, σε εποχές μάλιστα που δεν ήταν εύκολη η συνεχής κυκλοφορία και παραμονή τους έξω. Οι κατασκευές όμως αυτές ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες και για ανάπαυση, για δροσιά, μια θέση τιμητική, που όπως είναι γνωστό το όνομα τους, το ιρανικό, σ’ αυτό το γεγονός οφείλεται (σαχ-νισίν= καθέδρα του σάχη) (Μουτσόπουλος, 1993, σελ. 386).

Τέλος, η δημιουργία των προεξοχών μπορεί να οφειλόταν και στην ιστορική συνέχεια του πολεοδομικού συστήματος. Οι οικοδομικές κατασκευές στις πόλεις συνέχισαν εξελικτικά το οικοδομικό σύστημα που προϋπήρχε κατά την Βυζαντινή περίοδο. Οι νόμοι που από την αρχαία, τη ρωμαϊκή και την βυζαντινή περίοδο καθόριζαν τις σχέσεις του πλάτους των δρόμων με τα ύψη των οικοδομών, προστατεύοντας έτσι κάποιες ελάχιστες διαστάσεις, απαραίτητες για τον ηλιασμό και τον αερισμό, και παράλληλα προφυλάσσοντας τις κατοικίες από τους κινδύνους πυρκαγιάς με τον περιορισμό των προεξοχών των εσωτερικών χώρων προς το δρόμο, συνέχισαν να ισχύουν (Μουτσόπουλος β, 1993, σελ. 22).

Στη σάλα λοιπόν, συγκεντρωνόταν η οικογένεια, γίνονταν οι γιορτές και τα συνοικέσια, έρχονταν οι καλεσμένοι, κλπ. Είναι όμορφο να φανταστούμε μια χαρούμενη γιορτή στο σπίτι, μια χειμωνιάτικη καστοριανή νύχτα, τα παλιά χρόνια. Στο μπουχάρι ανάβει μια τρανή φωτιά. Απ’ έξω από τον οντά, στον δοξάτο, οι καλεσμένοι έχουν αφήσει τα «στιβάλια» (μπότες) και τις παντούφλες τους για να μην λερώσουν τις γιάμπολες και με τα «στρούμφια» (κάλτσες) τους έχουν ξαπλώσει στα μιντέρια. Στο ένα μπάσι πάει και κάθεται ο πάππους και στο άλλο η «νιάνια». Οι καλεσμένοι κάθονται στα μεντερλίκια, στα γόνατα ή σταυροπόδι. Στα προσκεφάλια η επαινεμένη καστοριανή νοικοκυρά, με τα λίγα και μετρημένα λόγια, έχει βάλει άσπρα πανιά, τις λεμάρες, στις γωνιές τα βελούδινα κεντημένα μαξιλαράκια της προίκας της και στο χαμηλό σοφρά άρχισε να φέρνει τα καστοριανά φαγητά, το χαρδάλι, την γκαρούφα, τα σαλτσούνια, το σέντσικο και άλλα (Μουτσόπουλος, 1993).

Στο Σιατιστινό αρχοντικό το βορεινό τμήμα της σάλας ήταν υψηλότερο τμήμα από το υπόλοιπο. Στο μέρος αυτό της σάλας έπαιζαν οι μουσικοί ενώ στο νότιο τμήμα υπήρχε ένα μιντέρι όπου κάθονταν οι καλεσμένοι με θέα προς τη σάλα και τα όργανα (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981).

Στη σάλα λοιπόν, συγκεντρωνόταν η οικογένεια, γίνονταν οι γιορτές και τα συνοικέσια, έρχονταν οι καλεσμένοι, κλπ. Είναι όμορφο να φανταστούμε μια χαρούμενη γιορτή στο σπίτι, μια χειμωνιάτικη καστοριανή νύχτα, τα παλιά χρόνια. Στο μπουχάρι ανάβει μια τρανή φωτιά. Απ’ έξω από τον οντά, στον δοξάτο, οι καλεσμένοι έχουν αφήσει τα «στιβάλια» (μπότες) και τις παντούφλες τους για να μην λερώσουν τις γιάμπολες και με τα «στρούμφια» (κάλτσες) τους έχουν ξαπλώσει στα μιντέρια. Στο ένα μπάσι πάει και κάθεται ο πάππους και στο άλλο η «νιάνια». Οι καλεσμένοι κάθονται στα μεντερλίκια, στα γόνατα ή σταυροπόδι. Στα προσκεφάλια η επαινεμένη καστοριανή νοικοκυρά, με τα λίγα και μετρημένα λόγια, έχει βάλει άσπρα πανιά, τις λεμάρες, στις γωνιές τα βελούδινα κεντημένα μαξιλαράκια της προίκας της και στο χαμηλό σοφρά άρχισε να φέρνει τα καστοριανά φαγητά, το χαρδάλι, την γκαρούφα, τα σαλτσούνια, το σέντσικο και άλλα (Μουτσόπουλος, 1993).

Στο Σιατιστινό αρχοντικό το βορεινό τμήμα της σάλας ήταν υψηλότερο τμήμα από το υπόλοιπο. Στο μέρος αυτό της σάλας έπαιζαν οι μουσικοί ενώ στο νότιο τμήμα υπήρχε ένα μιντέρι όπου κάθονταν οι καλεσμένοι με θέα προς τη σάλα και τα όργανα (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981).

Γ.2.δ. Οι οντάδες (τα δωμάτια)

Όπως περιγράψαμε, ο κεντρικός χώρος (σάλα ή χαγιάτι) είχε δημόσιο και εξωστρεφή χαρακτήρα και σε αυτόν συγκεντρώνονταν το μεγαλύτερο μέρος των καθημερινών δραστηριοτήτων. Σε αντίθεση οι οντάδες, ήταν περισσότερο, προσωπικά δωμάτια, δηλαδή δωμάτια για ύπνο, αποθήκευση αντικειμένων, φύλαξη ρουχισμού και στρωσιδιών, κλπ.

Στο συμμετρικό τύπο, ο οποίος ήταν και ο ποιο διαδεδομένος τύπος στα αρχοντικά, γύρω από τη σάλα, διαρθρώνονταν τέσσερις ισοδύναμοι χώροι, δηλαδή τέσσερις χώροι που δεν διέφεραν σχεδόν σε τίποτα μεταξύ τους. Είχαν περίπου, το ίδιο μέγεθος και επίπλωση. Κατά τον λαογράφο Μακρή (1979, σελ 271) το φαινόμενο αυτό μπορεί να εξηγηθεί διότι κάτω από την ίδια στέγη συγκατοικούσαν πολλές γενεές: Η γιαγιά κι ο παππούς, η προγιαγιά πολλές φορές, οι γονείς, τα παιδιά, όλες οι φάσεις της ανθρώπινης ζωή συνυπήρχαν και, αλληλοεπηρεάζονταν. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι κάθε γενιά είχε και το δικό της ‘αυτόνομο’ χώρο.

Μια άλλη εξήγηση δίνει ο Reha Gunay (αναφέρεται στον Μουτσόπουλο, (1988, σελ 161) κατά την οποία, ο οντάς που διαρθρώνεται με τον προθάλαμο, τις μουσάντρες και τον κυρίως χώρο με τις λεπτές ξύλινες κολώνες και τα χαμηλά καθίσματα στις τρεις πλευρές είναι οθωμανική επιρροή. Ο ίδιος θεωρεί ότι αποτελεί μια ανεξάρτητη μονάδα, κάθε μιας από τις οικογένειες που συμβίωναν στην πολυμελή τουρκική πατριαρχική οικογένεια, όπου μπορούσαν να κοιμούνται και να τρώνε. Οπότε, στην μακεδονική αρχιτεκτονική και στην ελληνική κοινωνία αυτό θα μπορούσε να μεταφραστεί για παράδειγμα ως εξής: μια οικογένεια με δυο γιους οι οποίοι δημιούργησαν τις δικές τους οικογένειες κατέλαβαν έκαστος από ένα δωμάτιο και κατά συνέπεια δημιούργησαν και το δικό τους αυτόνομο χώρο (με κρεβάτια, αποθηκευτικούς χώρους, κλπ). Ανεξάρτητα από τον αριθμό των γενεών και των επιμέρους νοικοκυριών που μπορούσαν να στεγάζονται μέσα στο ίδιο οίκημα, όλοι οι ένοικοι ανήκαν στην ίδια οικογένεια.

Σε άλλες πάλι κατόψεις, η ομοιομορφία αυτή φαίνεται να αναιρείται και να δίνονται στους οντάδες ξεχωριστές λειτουργίες και ονόματα: Στα Σιατιστινά σπίτια, κατά τους Σιδέρη και Τσιρώνη (1981), υπάρχουν διαφόρων ειδών οντάδες όπως ο μπας-οντάς (το δωμάτιο των ξένων) και ο καφέ-οντάς.

Ο κυρίως οντάς (καλός οντάς) ήταν ελαφρά υπερυψωμένος και χωρίζονταν με διαχωριστικό που ονομαζόταν τρίβηλο. Γύρω-γύρω υπήρχαν ελαφρώς υπερυψωμένα στοιχεία, στα οποία τοποθετούσαν στρωσίδια, για να κάθονται, δεδομένου ότι έπιπλα δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή. Τα υπερυψωμένα στοιχεία που χρησίμευαν ως καθιστικά ονομάζονταν μιντέρια. Στους οντάδες, και ιδίως στους χειμερινούς οντάδες κατασκευάζονταν τζάκια. Στο νοικοκυρόσπιτο του Μούμογλου, ο καλός οντάς που ήταν και ο πιο μεγάλος είχε σαχνισί με υπερυψωμένο κατά 30 εκ. δάπεδο στην ορθογώνια κόγχη, του οποίου αναπτυσσόταν το μεντερλίκι. Στην άλλη πλευρά του καλού οντά βρισκόταν το πατροπαράδοτο τζάκι με δεξιά και αριστερά ένα ντουλάπι. Το τζάκι έμπαινε πάντα ανάμεσα σε δυο παράθυρα ή σε δυο ντουλάπια (Χρυσόπουλος, 1981, σελ. 290).

Γ.2.ε. Ο Διαχωρισμός σε Χειμερινούς και Θερινούς Χώρους Κατοίκησης.

Κατά τον λαογράφο Μακρή (1979), σε πολλές κατοικίες, στο μεσαίο πάτωμα βρίσκονταν οι χώροι που χρησίμευαν για την διαβίωση της οικογένειας κατά τους χειμερινούς μήνες. Τα ‘χειμωνιάτικα’ ήταν μικρά χαμηλοτάβανα δωμάτια με τζάκια. Τα χοντρά ντουβάρια, τα μικρά παράθυρα, τα άφθονα μάλλινα στρώματα και το αναμμένο τζάκι, δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα σωματικής και ψυχικής θαλπωρής. Αντίθετα, στο επάνω πάτωμα, πλουσιότερα διακοσμημένο ανοιγόταν ένα πλήθος από παράθυρα και χρησίμευε για την θερινή διαμονή, τις γιορτές και τις χαρές τις οικογένειας. Εκεί βρισκόταν και ο καλός οντάς με τα ξυλόγλυπτα ταβάνια και με την πλούσια διακόσμηση. Οι τοίχοι δε, ήταν λεπτότεροι και κατασκευασμένοι από τσατμά.

Όμοια με τον παραπάνω κάθετο διαχωρισμό, στο αρχοντικό του Μάρκου Τσίπου, στο ισόγειο και πιο συγκεκριμένα στο μεσοπάτωμα, βρισκόταν ο χειμωνιάτικος οντάς και άλλοι βοηθητικοί χώροι (κελάρι) και στον όροφο οι θερινοί οντάδες. Κατά τους Σιδέρη και Τσιρώνη (1981, σελ 264) αν το κτίριο ήταν διώροφο, τότε στο ισόγειο κατασκευάζονταν οι χειμερινοί οντάδες (σε μεσοπάτωμα και στον όροφο οι θερινοί ενώ αν ήταν τριώροφο τότε ο πάνω είναι θερινός και ο μεσαίος χειμερινός. Στη Σιάτιστα, εκτός από τα τυπικά διώροφα νοικοκυρόσπιτα υπήρχαν και εξαιρέσεις τριώροφων όπως το αρχοντικό Χατζηγιάννη (σήμερα Παντελή Τζώνου) και το αρχοντικού του Κώστα Αλεξίου (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981). Στους χειμωνιάτικους οντάδες περνούσε το χειμώνα ο Σιατιστινός και η οικογένειά του. Οι Σιατιστινοί προνοούσαν να τους κάνουν ζεστότερους, ενδεχόμενα με ευνοϊκό προσανατολισμό, πχ νοτιοδυτικό, μικρότερο στην επιφάνεια, χαμηλό στο ύψος και με χαμηλά κρεβάτια στρωμένα με χοντρές πολύχρωμες, χωριάτικες βελέντζες. Στον επάνω όροφο που ονομάζεται ανώι ή καλοκαιρινό η σκάλα ανόδου οδηγούσε στη σάλα όπου όπως προαναφέραμε επρόκειτο για έναν μεγαλοπρεπή-επιβλητικό χώρο απλωμένο σε δυο επίπεδα. Ο δεύτερος όροφος είχε λεπτότερους τοίχους, χρησίμευε συνήθως για καλοκαιρινή διαμονή, για γιορτές και ξεφαντώματα.

Γ.2.στ. Τα Kλιμακοστάσια

Τα κλιμακοστάσια εξυπηρετούσαν την κατακόρυφη κίνηση, ξεκινούσαν από το ισόγειο και κατέληγαν στον όροφο, πάντα στον κεντρικό χώρο, στο χαγιάτι δηλαδή ή στη σάλα. Τα κλιμακοστάσια, δεν κατέληγαν ποτέ σε δωμάτιο (οντά). Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση που το σπίτι είχε χαγιάτι, το κλιμακοστάσιο ξεκινούσε από τον ελεύθερο στεγασμένο ισόγειο χώρο. Στην περίπτωση που το σπίτι είχε σάλα, τότε το κλιμακοστάσιο ξεκινούσε από το ισόγειο και κατέληγε στην σάλα. Η σκάλα ήταν πάντα ξύλινη, υπήρχε όμως η περίπτωση το χαμηλότερο τμήμα της, τα πρώτα δηλαδή σκαλοπάτια, να ήταν πέτρινα.

Στα σπίτια με χαγιάτι ή εξώστη, η κατασκευή της σκάλας ήταν πιο πρόχειρη σε σχέση με την αντίστοιχη κατασκευή των σπιτιών με σάλα. Κιγκλίδωμα δεν υπήρχε συνήθως ή όταν υπήρχε ήταν πολύ απλό. Η κλίση της ήταν απότομη. Πολλές φορές το πλατύσκαλο, όταν υπήρχε ήταν στη στάθμη του μεσοπατώματος. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι απαντιόνται περιπτώσεις όπου το άνω μέρος της σκάλας καλυπτόταν με καταπακτή (καταρράχτης, γκλαβανή).

Στα σπίτια με σάλα (δοξάτο) το κλιμακοστάσιο άλλοτε τοποθετούνταν ελεύθερα στο χώρο, άλλοτε σε μια άκρη του κεντρικού χώρου, άλλοτε στην γωνία του σοφά.

Γ.2.ζ. Φυσικός Φωτισμός - Ανοίγματα/Κουφώματα

Στην παραδοσιακή Μακεδονική αρχιτεκτονική, τα βασικά κουφώματα της κατοικίας ήταν οι αυλόπορτες, οι θύρες (εσωτερικές και εξωτερικές), τα παράθυρα, και οι καταπακτές. Τα παράθυρα ήταν λιγότερα και μικρότερα στα κάτω επίπεδα του ισογείου (για λόγους ασφάλειας και προστασίας), ενώ στον πάνω όροφο (όπου συχνά ονομάζεται και καλοκαιρινός όροφος), τα παράθυρα ήταν περισσότερα και μεγαλύτερα, επιτρέποντας τον άνετο αερισμό και ηλιασμό. Ο περιηγητής Μπεράρ Βίκτωρ (1890, όπως αναφέρεται στον Ρουκάλη Γ, σελ 70) που επισκέφτηκε τη χριστιανική συνοικία στο Μοναστήρι, περιέγραψε τα μεγάλα παράθυρα των σπιτιών ως ‘άβολα’ για τον ιδιοκτήτη του αλλά τόσο άμεσα συνυφασμένα με την αγάπη του Έλληνα για το φως και τον ήλιο. Οι ένοικοι, όταν βρίσκονταν στον όροφο, ξεκουράζονταν ξαπλωμένοι στα μιντέρια και απολάμβαναν τη εξωτερική θέα από τα μεγάλα παράθυρα, τα οποία είχαν χαμηλή ποδιά για να διευκολύνουν τη θέα. Για παράδειγμα σε λαϊκό σπίτι της Βέροιας, τα παράθυρα του πάνω ορόφου είχαν χαμηλή ποδιά, περίπου 0,50 μ. έτσι ώστε όταν οι ένοικοι κάθονταν στις χοντρές μαξιλάρες και στις στρωμένες φλοκωτές βελέντζες να μπορούν να αγναντεύουν το σεργιάνι (Χρυσόπουλος, 1981, σελ. 288). Στα σαχνισιά, τα ανοίγματα ήταν συνήθως δυο η τρία στη σειρά ενώ αρκετές φόρες υπήρχε και από ένα παράθυρο σε κάθε πλάγια όψη του σαχνισιού (Αναστασιάδης, 1989, σελ. 23). Άλλωστε, σε προηγούμενο σημείο, αναφέρθηκε ότι ένα πιθανό αίτιο της δημιουργίας των σαχνισιών (ανάμεσα σε πολλά άλλα) ήταν και η δυνατότητα που προσέφεραν για παρατήρηση του εξωτερικού περιβάλλοντος.

Τα παράθυρα κατασκευάζονταν συνήθως με σταθερές διαστάσεις πλάτους (0,70-1,20μ) και συχνά συνοδεύονται από μια εξωτερική, προστατευτική σιδεριά. Η τοποθέτηση σιδεριάς θεωρούνταν άκρως απαραίτητη, στα παράθυρα του ισογείου. Ακόμα και στις σιδεριές, που ο κύριος προορισμός τους ήταν η προστασία, γίνεται φανερή η διακοσμητική προσπάθεια που κατέβαλλε ο τεχνίτης για να στολίσει το σπίτι. Οι πιο απλές σιδεριές των παραθύρων αποτελούνται από σιδερένιες βέργες διασταυρούμενες, κάθετες και οριζόντιες, ενώ άλλες έπαιρναν ένα πλήθος διακοσμητικών μορφών και σχημάτων (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981, σελ. 273-274).

Στα αρχοντόσπιτα και νοικοκυρόσπιτα, ακριβώς πάνω από τα παράθυρα της σάλας, ανοίγονταν φεγγίτες. Τα τζάμια των φεγγιτών ήταν πολύχρωμα, με ζωηρά χρώματα, κατασκευασμένα με την τεχνική βιτρό. Η ύπαρξη των φεγγιτών, δικαιολογείται και από την ανάγκη των ενοίκων για περισσότερο φυσικό φώς τις συννεφιασμένες φθινοπωρινές ημέρες. Αντίστοιχα, τα ζεστά, φωτεινά καλοκαιρινά απογεύματα όταν το σκληρό άσπρο φως θάμπωνε τα μάτια, οι ένοικοι μπορούσαν να κλείσουν τα σκούρα (πατζούρια), έτσι ώστε να εισέρχεται στον εσωτερικό χώρο το γλυκό και θερμό ημίφως των χρωματιστών φεγγιτών. Οι φεγγίτες αυτοί επειδή μιμούνταν τα βιτρό πιστεύεται ότι κατασκευάζονταν στο εξωτερικό (τουλάχιστον τα τζάμια) αν και δεν αποκλείεται να κατασκευάζονταν και από Έλληνες. Στις παρέες των μαστόρων (ισνάφια) υπήρχαν ειδικοί τεχνίτες για τους φεγγίτες. Μάλιστα βρέθηκαν και μερικοί φεγγίτες με ελληνικές επιγραφές, γραμμένες με ψιλά γράμματα επάνω στο χρωματιστό τζάμι (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981, σελ. 260, 279). Στο νοικοκυρόσπιτο του Μούμογλου στη Βέροια, στο ανώγι προς το δρόμο ανοίγονται στους δυο οντάδες από τρία μεγάλα καγκελωτά παράθυρα με φεγγίτες οξυκόρυφους από πάνω. Οι υπερκείμενοι φεγγίτες ήταν κλεισμένοι με σταθερά πολύχρωμα τζαμάκια σε σχήματα ρομβοειδή συναρμολογημένα με γύψο (Χρυσόπουλος, 1981, σελ.289).

Σε αρκετές περιπτώσεις οι φεγγίτες μπόρεσαν να παραληφθούν, δεδομένου ότι ο χώρος ήταν ήδη πολύ φωτεινός. Παρόλα, αυτά το μεγάλο ύψος πάνω από τα παράθυρα θεωρούνταν άσχημο και ‘άδειο’ χωρίς φεγγίτες και για αυτό οι τεχνίτες κατέφευγαν στη λύση του ψευτοφεγγίτη, δηλαδή στη διακόσμηση του τοίχου επάνω από τα παράθυρα με παραστάσεις παρόμοιες με του φεγγίτη. Έτσι η επιφάνεια δεν έμενε λευκή και σκέτη.

Το εξωτερικό φύλλο του παραθύρου (σκούρα πατζούρια ή κανάτια) ήταν ταμπλαδωτό, και ο ταμπλάς του είχε τη μια του όψη εντελώς επίπεδη και την άλλη διακοσμημένη, έτσι που απ’ έξω να φαίνεται η στολισμένη του όψη μόνο όταν το παράθυρο ήταν ανοιχτό.

Αλλά κι οι εσωτερικές πόρτες παρουσίαζαν ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, στο Σιατιστινό σπίτι οι πόρτες χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες: στις απλές πόρτες των βοηθητικών δωματίων, και τις καλές ταμπλαδωτές των επίσημων χώρων. Οι τελευταίες σαν πιο αξιόλογες, ήταν είναι διακοσμημένες με φυτική διακόσμηση ή απλώς χρωματισμένες. Τα θυρόφυλλα των εξωτερικών θυρών δεν παρουσιάζουν καμιά ιδιαίτερη επεξεργασία και το μόνο τους διακοσμητικό στοιχείο είναι τα ρόπτρα.

Γ.2.η. Η Θέρμανση των Χώρων με Τζάκια.

Στις κατοικίες της Μακεδονικής αρχιτεκτονικής, η θέρμανση του εσωτερικού χώρου γίνονταν με τζάκια. Γύρω από το τζάκι μαζευόταν η οικογένεια τις βαριές χειμωνιάτικες νύχτες. Κατά συνέπεια, το βαρύ κρύο της Μακεδονίας δημιούργησε την ανάγκη της υπάρξεως τζακιών αλλά όχι απαραίτητα σε κάθε δωμάτιο. Τζάκια, υπήρχαν μόνο στου οντάδες, και ποτέ στην σάλα. Αρκετές φορές, από κάποια δωμάτια απουσίαζε εντελώς το τζάκι, ιδιαίτερα όταν τα δωμάτια αυτά προορίζονταν για καλοκαιρινή διαμονή.

Το τζάκι ήταν το σημείο όπου οι τεχνίτες παρουσίασαν όλη την ικανότητα και την αφθονία της φαντασίας τους. Με τα απλά τεχνικά μέσα τους και καθοδηγημένοι μόνο από το προσωπικό τους γούστο και την αγάπη τους για την ομορφιά, είχαν πραγματικά μετατρέψει το τζάκι από ένα απλό λειτουργικό στοιχείο σε ένα έργο τέχνης. Ενδιαφέρουσες ήταν και οι λύσεις, που οι τεχνίτες επέλεξαν προκειμένου να συνδέσουν το ανώτατο σημείο τους τζακιού με το πέτσωμα της στέγης ή με το σημείο που φυτεύονταν τα μεγάλα ξύλινα δοκάρια στον τοίχο που πάνω τους πατάει σταθερά η στέγη. Στη Βέροια (Καλογήρου, 1989, σελ. 35) όταν το τζάκι τοποθετούνταν στην εξωτερική πλευρά , τότε διαμορφωνόταν στην εξωτερική πλευρά, ένας ημί- κυλινδρικός όγκος (καμινάδα - μπουχάρι).

Το τζάκι με την προέκτασή του (καμινάδα), ήταν ίσως η πιο προσεγμένη και το πιο τολμηρή (σε πλαστικότητα και διακόσμηση) κατασκευή των κατοικιών της Μακεδονικής αρχιτεκτονικής. Ο λαϊκός τεχνίτης κατασκευάζοντας τα τζάκια συνέθετε μια ποικιλία όγκων και μορφών, όπως οξυκόρυφα τόξα, ημικυλινδρικούς ή ελλειπτικούς όγκους, πλαγιαστά επίπεδα, κυμάτια και σκοτίες, κλπ. Συνεπώς, στο τζάκι προστίθεντο καθαρά διακοσμητικές κατασκευές που δεν είχαν κανένα λειτουργικό χαρακτήρα αλλά προσέθεταν μια εικόνα πλούτου και πολυτέλειας, τον ίδιο πλούτο άλλωστε που προσέθετε και η λοιπή διακόσμηση (ζωγραφική και ξυλόγλυπτη) στο Μακεδονικό νοικοκυρόσπιτο (από online άρθρο, www.infochalkidiki.com).

Η βάση του τζακιού συνήθως ήταν υπερυψωμένη μερικά εκατοστά από τα δάπεδο, δεν ήταν σπάνιες όμως οι περιπτώσεις που βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με αυτό ή και πιο χαμηλά ακόμη ιδίως όταν το τζάκι βρισκόταν στο χαγιάτι.

Αρκετές κατασκευές του εσωτερικού χώρου ήταν ‘τυποποιημένες’, επαναλαμβάνονταν δηλαδή από σπίτι σε σπίτι και από χώρο σε χώρο, χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις. Μια από αυτές θα μπορούσε να θεωρηθεί αφενός η τοποθέτηση του τζακιού στη μέση του εξωτερικού τοίχου αφετέρου η εκατέρων συμμετρική τοποθέτηση, δεξιά και αριστερά του τζακιού, δύο μικρών παραθύρων, κογχών ή ντουλαπιών.

Γ.2.θ. Χώροι Προετοιμασίας Φαγητού– Χώροι Υγιεινής

Τα περισσότερα σπίτια περιβάλλονταν από αυλή, όπου εκεί κατασκευάζονταν διάφορα βοηθητικά κτίσματα, όπως στάβλοι, φούρνοι, αποθήκες, αναγκαίο (η σημερινή τουαλέτα), κλπ (Μακρής, 1979, σελ. 270).

Στο Μακεδονικό σπίτι, ο φούρνος αποτελούσε απαραίτητο συμπλήρωμα της κατοικίας. Άλλοτε ήταν τελείως ανεξάρτητος, οργανικά από το οίκημα, δηλαδή έξω από το σπίτι και άλλοτε μέσα στο σπίτι ή σε ένα ημι-υπαίθριο χώρο του ισογείου. Η κατασκευή των φούρνων είναι πέτρινη ή πλίνθινη και ο εσωτερικός χώρος θολωτός. Όταν βρισκόταν μέσα στο οίκημα έπαιρνε περισσότερο τη μορφή του τζακιού.

Έκτος από την παραπάνω κατασκευή φούρνου, μερικές φορές εντός του κτιρίου υπήρχαν και ειδικά δωμάτια που εξυπηρετούσαν λειτουργίες μαγειρικής. Για παράδειγμα, στις κατόψεις της Σιάτιστας, εντοπίζονται δωμάτια με το όνομα ‘μαγειρειός’ και βρίσκονταν στο μεσοπάτωμα. Όπως αναλύθηκε παραπάνω, οι χώροι του μεσοπατώματος, προορίζονταν αφενός για τη διαμονή των ενοίκων κατά τους χειμερινούς μήνες και αφετέρου για διάφορες βοηθητικές χρήσεις, όπως μαγειρική, φύλαξη υγρών, κελάρια, κλπ. Παρόμοιοι χώροι, εντοπίζονται στο αρχοντικό του Μάρκου Τσίπου, του Κανατσούλη και του Νερατζόπουλου στη Σιάτιστα (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981 σελ. 264-267). Την ίδια επισήμανση κάνει και ο Χρυσόπουλος (1981, σελ 291) για τη Βέροια, ότι δηλαδή υπήρχαν βοηθητικοί χώροι για μαγείρεμα μέσα στο οίκημα.

Το αποχωρητήριο (ο απόπατος) βρισκόταν συνήθως έξω από το οίκημα, στην άκρη της αυλής. Πολλά σπίτια, ιδίως τα λαϊκά δεν διέθεταν καν αποχωρητήριο (online άρθρο www.infochalkidiki.com). Και εδώ όμως μπορούν να εντοπιστούν εξαιρέσεις, όπως στο Σιατιστινό σπίτι όπου το αποχωρητήριο ήταν μέρος του σπιτιού και μάλιστα κατασκευαζόταν στον ανώτατο όροφο, όπου βρισκόταν η κεντρική σάλα και οι καλοί οντάδες. Παρόλα αυτά, εξείχε από τον ορθογώνιο όγκο της κάτοψης. Για το λόγο αυτό, ο Σιατιστινός επωφελούνταν από αυτήν την ιδιομορφία και τον μετέτρεπε σε οχυρό ανοίγοντας πολεμίστρες. Ο σωλήνας της αποχέτευσης βρισκόταν έξω από τον όγκο της κάτοψης. (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981, σελ.270).

Στο κτίριο, δεν υπήρχαν εγκαταστάσεις ύδρευσης. Το νερό το έφερναν από τη βρύση του χωριού. Στα χειμωνιάτικα δωμάτια, υπήρχε μεταγενέστερα ένας νεροχύτης, προφανώς γιατί κατά τις κρύες ημέρες του χειμώνα ήταν δύσκολη, η συνεχής προμήθεια νερού.

Γ.2.ι. Επίπλωση

Στις παραδοσιακές κατοικίες της Μακεδονίας απουσίαζαν σχεδόν εντελώς τα έπιπλα. Τα μοναδικά στολίσματα, εκτός από τον ζωγραφικό και ξυλόγλυπτο διάκοσμο των οικοδομικών στοιχείων, ήταν τα κεντίδια, τα υφαντά, τα σπιτικά όμορφα επεξεργασμένα σκεύη, οι ξύλινες σκαλιστές κασέλες με φιλντισένια πολλές φορές γεμίσματα σε λαϊκά σχεδία, κλπ. Άλλωστε κάθε σπίτι είχε και τον αργαλειό του (Χρυσόπουλος, 1981, σελ. 291).

Το πιο βασικό έπιπλο, ήταν η ‘μεσάντρα’ ή ‘μουσάντρια’ ή ‘μεσαντεριά’ ή ‘μουσαντηριά’ που χρησίμευε για την φύλαξη του ρουχισμού. Μέσα στην μουσάντρα, όπου στην σημερινή ορολογία θα μπορούσε να ονομαστεί ‘εντοιχισμένη ντουλάπα’ έβαζαν τα στρώματα και τις βελέντζες που μεταχειρίζονταν το βράδυ. Δηλαδή, οι ένοικοι έβγαζαν τα στρωσίδια κάθε βράδυ και την ημέρα τα μάζευαν, τα ‘έκρυβαν στις μουσάντρες, και έτσι ο οντάς έμενε σχεδόν ‘άδειος’. Επίσης υπήρχαν και διπλά ντουλάπια, τα οποία χρησιμεύουν για την φύλαξη φαγητών. Στις μεσάντρες υπήρχαν και θυρίδες για διάφορα μικροπράγματα, κεράσματα, κτλ (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981, σελ. 269).

Οι μουσάντρες είχαν μεγάλες διαστάσεις και πολύπλοκα εσωτερικά χωρίσματα, ενώ συγχρόνως σε ώρες ανάγκης ενδεχόμενα να χρησίμευαν και ως κρυψώνες. Εξωτερικά προς τα δωμάτια οι μουσάντρες είχαν ζωγραφιστά στολίδια και πλήθος ντουλαπάκια το ένα πάνω στο άλλο με διάφορα διακοσμητικά ξυλόγλυπτα. Αυτές οι «θουρίδες», όπως τις έλεγαν, έδιναν μεγάλη ποικιλία και πλούτιζαν τη διακοσμητική εντύπωση τις μεσάντρας. Επίσης, υπήρχαν και τα σταθερά ξύλινα καθιστικά (μιντέρια) που σχημάτιζαν γωνίες σε σχήμα Π, στους σοφάδες.

Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Καλαμπαλίκη και την έρευνά του για τα αρχοντικά της Καστοριάς (online άρθρο, www.palaiochori.com) τα δωμάτια ήταν μικρά και με λιτή επίπλωση ενώ το πιο βασικό στοιχείο ήταν το κτιστό τζάκι στη μέση του τοίχου. Παρόλο που οι περισσότεροι ερευνητές (Μουτσόπουλος 1993, Σιδέρης και Τσιρώνης 1981, Χρυσόπουλος, Καλογήρου, 1990) αναφέρουν ότι στον εσωτερικό χώρο δεν υπήρχαν καθόλου έπιπλα, εντούτοις κάποια μικροέπιπλα διακρίνονται σε χαλκογραφίες όπως σεντούκια και χαμηλοί σοφάδες (κυκλικά τραπέζια). Επίσης σε κάθε σπίτι υπήρχε, τουλάχιστον ένας αργαλειός (Αθανάσιος Καλαμπαλίκης, www.palaiochori.com).

Θα πρέπει να προσθέσουμε πως το έπιπλο, σε διάφορα στυλ, που την εποχή αυτή αποτελούσε το βασικό εξοπλισμό της ευρωπαϊκής κατοικίας στα ελληνικά αρχοντικά απουσιάζει εντελώς. Ούτε κρεβάτια υπάρχουν, γιατί τα κλινοσκεπάσματα της νύχτας που τα έστρωναν σε ψάθες πάνω στο ξύλινο δάπεδο των οντάδων, την ημέρα τα μάζευαν στις μεσάντρες ή μουσάντρες, τις ξύλινες ταμπλαδωτές εντοιχισμένες ντουλάπες. Στα ελληνικά αρχοντικά δεν υπάρχει ούτε χώρος τραπεζαρίας, ούτε τραπέζι, ούτε καρέκλες (Ρουκάλης, 2010, σελ 93).

Γ.2.κ. Υλικά Δόμησης και Κατασκευή του Εσωτερικού χώρου

Τα πατώματα. Η κατασκευή των πατωμάτων ήταν απλούστατη και είχε ως εξής: τα χοντρά ξύλινα δοκάρια, πατούσαν πάνω στους εξωτερικούς πέτρινους τοίχους (που πάντα είχαν μεγάλο πάχος) και σε μερικούς από τους εσωτερικούς, σχηματίζοντας τη βάση για την υποδοχή του πατώματος. Τα δοκάρια είχαν τετράγωνη διατομή και όταν τοποθετούνται πολύ κοντά, το σανίδωμα καρφωνόταν απευθείας πάνω τους, σχηματίζοντας την οροφή και το δάπεδο. Αν πάλι τοποθετούνταν αραιότερα, τότε έμπαιναν πάνω τους άλλα κάθετα δοκάρια μικρότερης διατομής που δέχονται το σανίδωμα (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981, σελ 273).

Ο μεσότοιχοι. Οι μεσότοιχοι είναι γενικά λεπτοί πλίνθινοι, και ενίοτε ξύλινοι. Επάνω στο δάπεδο στρωνόταν ένα ξύλινο ορθογώνιο δοκάρι και όρθια, κάθετα σε αυτό καρφώνονται λεπτότερα ξύλινα δοκαράκια, που τα κενά τους γεμίζονται με ελαφρότερα υλικά, συνήθως μπαγδατόπηχες που σοβατίζονταν (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981, σελ 273).

Οι εξωτερικοί τοίχοι του ισογείου ήταν πέτρινοι και παχύς για να μπορούν να στηρίξουν την ανώτερη κατασκευή. Οι εξωτερικοί τοίχοι του ορόφου ήταν σαφώς ελαφρότερες κατασκευές, αποτελούμενες από ξύλινα πηχάκια, επιχρισμένα με ασβεστογυψοσοβά (τσατμάς).

Υλικά δόμησης. Γενικά, στην ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική τα υλικά δόμησης ήταν τα υλικά του ιδίου του τόπου. Η πέτρα και το ξύλο αποτελούσαν τα βασικά δομικά υλικά. Εκτός από τα δυο αυτά υλικά στον εσωτερικό χώρο, χρησιμοποιούνταν επίσης ο ασβέστης, το άχυρο (συνδετικό υλικό), οι πλίνθοι (ψημένοι στον ήλιο), οι πωρόλιθοι, τα τούβλα, το σίδερο σε πολύ μικρές ποσότητες (κυρίως προστατευτικές σιδεριές στα παράθυρα), ο γύψος, το γυαλί (ανοίγματα), η άμμος και τα καλάμια (online άρθρο www.infochalkidiki.com). Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εξωτερικοί τοίχοι επενδύονταν εσωτερικά με ξύλο, όπως ξύλινα ήταν τα δάπεδα και οι οροφές. Αυτό αποσκοπούσε, στη γρήγορη θέρμανση του εσωτερικού χώρου. Επίσης, χρησιμοποιούνταν σκουρόχρωμα σανίδια για τη μεγαλύτερη απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας.

Γ.2.λ. Η Διακόσμηση (Ζωγραφική και Ξυλόγλυπτη Διακόσμηση)

Η παρούσα έρευνα δε θα επεκταθεί στο θέμα της διακόσμησης των εσωτερικών χώρων καθώς ξεφεύγει από τους στόχους και το αντικείμενο της έρευνας. Οι επιρροές στη διακόσμηση ήταν πολλές (οθωμανικές, ευρωπαϊκές, ελληνικές) και τα στυλ πολλές φορές δυσδιάκριτα (τουρκικό μπαρόκ, ελληνική λαϊκή τέχνη, κλπ). Κατά συνέπεια το θέμα της διακόσμησης είναι σύνθετο και αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής έρευνας. Εντούτοις, θα γίνει μια μικρή εισαγωγή και κυρίως θα διερευνηθεί πιθανή σχέση της διακόσμησης με τη λειτουργική οργάνωση του εσωτερικού χώρου.

Γενικά, η διακόσμηση, τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική, στα αρχοντικά και τα νοικοκυρόσπιτα ήταν άφθονη και πλούσια. Διακρίνεται κυρίως στη ζωγραφική (τοιχογραφίες), στην ξυλόγλυπτη διακόσμηση (μουσάντρες, κιγκλιδώματα, κλπ) και στην μαρμαρόγλυπτη διακόσμηση (ανάγλυφες παραστάσεις). Κατά τους Σιδέρη και Τσιρώνη (1981, σελ.279) η διακόσμηση, σε πολλές περιπτώσεις θυμίζει κακόγουστη δυτική επιρροή ή την περίοδο της Αναγέννησης σε παρακμή.

Από το τεράστιο θέμα της διακόσμησης, θα επισημανθούν τα έξης στοιχεία που έχουν σχέση, με την καθημερινή ζωή και τις ανάγκες των ενοίκων της κατοικίας:

  • Αναμφισβήτητα, η διακόσμηση του εσωτερικού χώρου, ‘ομόρφαινε τη διαβίωση στο σπίτι, ιδιαίτερα τη ζωή των γυναικών οι οποίες περνούσαν τις περισσότερες ώρες τις ημέρας μέσα σε αυτό (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981). Τα ζωγραφικά θέματα, τις περισσότερες φορές αφορούσαν φανταστικά τοπία ή τοπία από μακρινές πόλεις και λιμάνια. Κατά συνέπεια, ο στόχος τους ήταν να ‘ταξιδέψουν’ τον παρατηρητή, πέρα από τα όρια των ψηλών τοίχων του σπιτιού του.
  • Η πλούσια διακόσμηση ήταν ενδεικτικό στοιχείο του πλούτου και της ευμάρειας του ιδιοκτήτη. Όσο πιο πλουσιοστολισμένο και εντυπωσιακό ήταν το οίκημα τόσο πιο πολύ θαύμαζαν οι συντοπίτες τον ιδιοκτήτη του σπιτιού. Για παράδειγμα οι Σιατιστινοί δεν επέστρεφαν στην πατρίδα παρά μόνο πλούσιοι, επιτυχημένοι και μορφωμένοι (Σιδέρης και Τσιρώνης, 1981).
  • Σε αρκετές περιπτώσεις η διακόσμηση ξέφευγε από τον καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα και βοηθούσε στην οργάνωση του χώρου. Για παράδειγμα οι οροφές, εκτός από διακοσμητικό χαρακτήρα, διαιρούσαν οπτικά τους ενιαίους χώρους σε μικρότερους. Ιδιαίτερα τα ταβάνια στους καλούς οντάδες, όπως στον μπας-οντά και στον καφέ-οντά, ήταν χωρισμένα σε δυο διακοσμητικές περιοχές, ενώ στη σάλα σε τρεις. Έτσι, μέσα στον ίδιο χώρο υπήρχαν δυο ή τρία ταβάνια με ξεχωριστή διακόσμηση. Ένα άλλο παράδειγμα, όπου η διακόσμηση συνδυαζόταν με τη λειτουργία αποτελούσαν οι κατακόρυφοι στύλοι (ντιρέκια) με τα διαγώνια, χιαστί ξύλα (παγιάντες) όπου παρά την έντονη διακόσμηση τους, η κύρια χρήση τους ήταν αυτή των φερόντων στοιχείων. Ομοίως, τα ξυλόγλυπτα, κιγκλιδώματα στο ελαφρά υπερυψωμένο κιόσκι της σάλας αφενός είχαν διακοσμητικό χαρακτήρα (δεδομένου ότι κανείς δεν επρόκειτο να πέσει από το ύψος τους ενός σκαλοπατιού) αφετέρου οριοθετούσαν και απομόνωναν το χώρο από τη υπόλοιπη σάλα.

Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Από την παρούσα μελέτη, διαπιστώθηκε ότι η διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου των κατοικιών, που ανήκουν στην Μακεδονική αρχιτεκτονική, και πιο συγκεκριμένα οι χώροι των νοικοκυρόσπιτων και των αρχοντόσπιτων, παρουσιάζουν μια έντονη «τυποποίηση» και ομοιομορφία, που στο μεγαλύτερο μέρος της όμως εξυπηρετεί συγκεκριμένες λειτουργικές ανάγκες των ενοίκων.

Μερικές από τις πιο σημαντικές ομοιότητες, μεταξύ των αρχοντικών είναι οι εξής:

  • Στα περισσότερα οικήματα (διώροφα ή τριώροφα) διαπιστώνεται μια καθ’ ύψος οργάνωση των λειτουργιών. Οι βοηθητικοί χώροι (στάβλοι, αποθήκες, εργαστήρια, κλπ) βρίσκονται πάντοτε στα κατώτερα επίπεδα, ενώ η ζωή της οικογένειας (ύπνος, ψυχαγωγία, φαγητό, συζήτηση, κλπ) στεγάζεται στα ψηλότερα επίπεδα.
  • Στους ορόφους (δηλαδή στους χώρους ύπνου, υποδοχής, διαβίωσης, κλπ), η διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου είναι σχεδόν όμοια. Γύρω ένα κεντρικό πυρήνα (σάλα ή χαγιάτι) διατάσσεται μια σειρά άνετων και αυτοτελών δωματίων (οντάδες). Η επικοινωνία γίνεται μέσω αυτού του κεντρικού χώρου.
  • Το κλιμακοστάσιο καταλήγει πάντοτε στον κεντρικό χώρο του ορόφου.
  • Υπάρχουν χώροι χειμερινής διαβίωσης (είναι οι κατώτεροι χώροι με τους παχύτερους τοίχους ή οι χώροι που έχουν τζάκια ή οι χώροι που έχουν καλύτερο προσανατολισμό) και χώροι θερινής διαβίωσης (είναι οι χώροι που έχουν λεπτούς εξωτερικούς τοίχους και μεγάλα παράθυρα).

Αρκετές, «τυποποιήσεις» που εκφράζονται και στη μορφολογία του κτιρίου, δεν μπορούν να αιτιολογηθούν ως το αποτέλεσμα των λειτουργικών αναγκών των ενοίκων. Για παράδειγμα, στο συμμετρικό τύπο κατοικίας, επισημάνθηκε ότι οι τέσσερις οντάδες ήταν ακριβώς ίδιοι μεταξύ τους, γεγονός που ερμηνεύτηκε από ένα Τούρκο ερευνητή (Reha Gunay στον Μουτσόπουλο, 1988 σελ. 161) ως ένα ‘ιστορικό/ πολιτιστικό’ κατάλοιπο παλαιότερων μορφών διαβίωσης (πολλές οικογένειες έμεναν στο ίδιο οίκημα και η κάθε μια είχε τον δικό της οντά) και όχι ως μια οργάνωση που εξυπηρετούσε σύγχρονες με την εποχή λειτουργικές ανάγκες. Τον συμμετρικό τύπο κατοικίας, τον συναντούμε όχι μονό στον Ελλαδικό χώρο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και την Τουρκία.

Συνεπώς, στην Μακεδονική αρχιτεκτονική των κατοικιών μπορεί να διαπιστωθεί μια τυποποίηση στην οργάνωση της κάτοψης, η οποία δεν εξηγείται απαραίτητα μόνο ως έκφραση των λειτουργικών αναγκών των ενοίκων αλλά φαίνεται να προκύπτει και από τη μίμηση παρελθόντων μορφών, την αντιγραφή σχεδίων μέσω των ισναφιών από περιοχή σε περιοχή, κλπ. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις, τα νοικοκυρόσπιτα, μοιάζουν τόσο μεταξύ τους έτσι που είναι δύσκολο μερικές φορές να διακριθεί ένα σπίτι τις Κιουτάχειας από της Φλώρινας (Μουτσόπουλος, 1993, σελ.42).

Μερικοί μελετητές προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα «τυποποιημένα» στοιχεία της εσωτερικής αρχιτεκτονικής ως συνέχεια παλαιοτέρων αρχιτεκτονικών τύπων. Για παράδειγμα, κατά τον Μουτσόπουλο (1993, σελ. 42) οι κιονοστοιχίες των ντιρεκιών με τα κοιλόκυρτα επιστύλια συναντώνται στις παλαιότερες μεταβυζαντινές τρίκλινες ξυλόστεγες βασιλικές της Μακεδονίας και ο ΄δοξάτος΄ πήρε το όνομά του από αυτήν την ξύλινη εσωτερική τοξοστοιχία (περίστυλος αυλή ή ρωμαϊκό atrium). Για το ίδιο θέμα ο εγγονός του Αϊβάζη στην Καστοριά δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή (Νετ, Μάιος 2011) ότι ο ΄δοξάτος’ πήρε το όνομά του από την λέξη ‘δοξασμένος’ επειδή αφορούσε τον πιο πολυτελή και διακοσμημένο χώρο του σπιτιού.

Ορισμένοι υποστηρίζουν (Κορδάτος στον Μουτσόπουλο, 1993, σελ.48), ότι οι πλούσιοι έμποροι έφερναν «τυποποιημένα» σχεδία από το εξωτερικό και τα προσάρμοζαν στα γούστα τους και στις ανάγκες τους. Επίσης, είναι γνωστό ότι οι κτίστες και τεχνίτες (συνάφια ηπειρωτών και Μακεδόνων τεχνιτών) μετακινούνταν από περιοχή, μεταφέροντας την τεχνογνωσία τους αλλά και προφανώς πολλά μορφολογικά στοιχεία από περιοχή σε περιοχή.

Όμως, παράλληλα με την έντονη τυποποίηση της εσωτερικής αρχιτεκτονικής, διαπιστώθηκε και η ύπαρξη ποικίλων διαφοροποιήσεων οι οποίες δεν περιορίζονταν στο θέμα της διακόσμησης. Για παράδειγμα, τα περισσότερα οικήματα ‘Μακεδονικής αρχιτεκτονικής’ δεν έχουν χώρο υγιεινής εντός του κτιρίου αλλά στη Σιάτιστα, ο χώρος αυτός βρίσκεται μέσα στο κτίριο και μάλιστα στον ‘καλό’ όροφο.

Κατά συνέπεια, στη παραδοσιακή Μακεδονική κατοικία, η διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου (οργάνωση κάτοψης, κίνηση στους χώρους, επίπλωση, ανοίγματα, κλπ) και οι λειτουργικές ανάγκες των ένοικων (διασκέδαση, ανάπαυση, εργασία, κλπ) αλληλοεπηρεάζονταν. Παρόλα αυτά, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το οίκημα καθόριζε την καθημερινή ζωή των ανθρώπων ή αντίστροφα ότι οι άνθρωποι του 17ου-18ου αιώνα έκτιζαν τις κατοικίες τους στη Μακεδονία, υπακούοντας απόλυτα στις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Όπως είδαμε, οι επιρροές ήταν ποικίλες, κυρίως ιστορικές και πολιτισμικές, και τις περισσότερες φορές δυσδιάκριτες.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αλληλεπίδρασης αποτελεί ο διαχωρισμός διαφόρων χώρων της κατοικίας σε χειμερινά και θερινά δωμάτια. Αυτό σημαίνει ότι από τη μία μεριά, οι ένοικοι προσάρμοζαν τη ζωή τους στα χαρακτηριστικά του κτιρίου. Οι τοίχοι των χαμηλότερων επίπεδων, για λόγους στατικούς, ασφάλειας, αρχιτεκτονικού τύπου, κλπ κατασκευάζονταν από πέτρα και κατά συνέπεια ήταν παχύτεροι και θερμότεροι. Έτσι οι ένοικοι μετακόμιζαν το χειμώνα στα κατώτερα επίπεδα. Αντίστροφα, το καλοκαίρι, μετακόμιζαν στα ανωτέρα επίπεδα, όπου οι τοίχοι ήταν λεπτότεροι, τα παράθυρα μεγαλύτερα, κλπ. Από την άλλη, και οι ένοικοι προσάρμοζαν τον εσωτερικό χώρο στις ανάγκες τους, κατασκευάζοντας για παράδειγμα τζάκια στα χειμερινά δωμάτια και κάνοντας τα παράθυρα μεγαλύτερα στα θερινά.

Βιβλιογραφία – πηγές

  • Αυγερινού- Κολώνια, Σ., Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Κοζάνη, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1989.
  • Αναστασιάδης, Α., Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη- Άνω Πόλη, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1989.
  • Βεϊκου, Δ και Νομικού-Ρίζου, Δ., Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Σιάτιστα, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1989.
  • Καλαμπαλίκης, Αθανάσιος., Στην πόλη της Καστοριάς, Διαδικτυακό άρθρο [www.palaiochori.com, τελευταία επίσκεψη: Μάιος 2011]
  • Καλογήρου, Ν., Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Βέροια, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1989.
  • Κοτζαγεώργης, Φ., Η Οθωμανική Μακεδονία (τέλη ΙΔ’- τέλη ΙΖ- αιώνα), [διαδικτυακό άρθρο από http://www.imma.edu.gr, τελευταία πρόσβαση Μάϊος 2011]
  • Μακρής, Κ., Βήματα, εκδόσεις Κέδρος, 1979.
  • Μέγας, Γ.,. Ζητήματα ελληνικής λαογραφίας, εκδόσεις Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1939.
  • Μιχελής, Π. Α., Το ελληνικό λαϊκό σπίτι, Φροντιστηριακές Εργασίες Α’. Εκδ. Ε.Μ.Π. Αθήνα, 1981.
  • Στεφάνου, Ν. Σ., Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Θάσος, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1990.
  • Ρούκαλης, Γ., Ρίζες Ελλήνων: Ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδας- Μακεδόνες, εκδόσεις Έθνος, Αθήνα 2010.
  • Μουτσόπουλος, Ν. Κ., Ελληνική Αρχιτεκτονική στο Βαλκανική Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1993, σελ.
  • Μουτσόπουλος, Ν. Κ., Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Μακεδονίας 15ος- 19ος αιώνας, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993.
  • Μουτσόπουλος Ν.Κ., Η Αρχιτεκτονική προεξοχή, Το σαχνισί ,Συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Επιστημονικά! πραγματείαι, Σειρά φιλολογική και θεολογική, Αρ. 17, Θεσσαλονίκη 1988
  • Μουτσόπουλος Ν.Κ., Παρατηρήσεις στον εσωτερικό χώρο και τη μορφολογία των Μακεδονικών αρχοντικών, Αρχιτεκτονικά θέματα 1/1967, σελ. 150-154.
  • Σιδέρης Μ και Τσιρώνης Μ., Τα σπίτια της Σιάτιστας στο ‘Ελληνικό Λαϊκό σπίτι, Φροντιστηριακές Εργασίες Α’, Μιχελής, Π,Α, Εκδ. Ε.Μ.Π. Αθήνα, 1981, σελ 258-285.
  • Χασιώτης, Ι., Η Μακεδονία από τις αρχές του ΙΗ΄αιώνος έως την ίδρυση του ελληνικού κράτους [διαδικτυακό άρθρο, www.imma.edu.gr, τελευταία επίσκεψη: Μάιος 2011]
  • Χρυσόπουλος, Ν., Τα λαϊκά σπίτια της Βέροιας στο ‘Ελληνικό Λαϊκό σπίτι, Φροντιστηριακές Εργασίες Α’, Μιχελής, Π,Α, Εκδ. Ε.Μ.Π. Αθήνα, 1981, σελ 286-299.

Τηλεοπτικές εκπομπές

Κανάλι ΝΕΤ, Από πού κραταει η σκούφια μας, Τα επώνυμα της Καστοριάς, παραγωγή: P.K. Productions, 2011

Ιστοσελίδες

  • Ίδρυμα μουσείου Μακεδονικού αγώνα, www.imma.edu.gr (τελευταία επίσκεψη: Μάϊος 2011)
  • Ελληνική Ιστορία στο διαδίκτυο, www.e-history.gr (τελευταία επίσκεψη: Μάϊος 2011)

Τελευταίες Απαντήσεις

Decosoup.com

Decobook.gr
© Copyright 2010 - DecoBook. All Rights Reserved